Το δόντι στα καλιαρντά.

Που να σαφρακιάσεις και να σου τζάσουν τα ντίλια και να καταντήσεις σαν πουρή χελώνα. (Μπουντουσουμού)

Επίσης, εκ του deal (=συμφωνία στα αγγλικά), το νταλαβέρι για ναρκωτικές ουσίες, ή άλλο νταραβέρι, βλ. ντίλια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πίνω βαθιές ρουφηξιές ναρκωτικής ουσίας (τσιγαριλίκι, κρακ, κρίσταλ μεθ, κ.ταλ.) και φτιάχνομαι.

Χασισλάνγκ αβέβαιης ετυμολογίας με καταβολές από τα καλιαρντά.

1.
Ανάλω νταμίρα
η ντάνα η μοίρα
τα μπουτ μου αβέλει κουλά
Αβέλω μια φούμα
βινάρω την ντούμα
κι αρχίζω σερσέ για τουλά

  1. Βινάρω: καταπίνω, πίνω τον καπνό από το τσιγαριλίκι και τη βρίσκω, την ακούω πιο γρήγορα, το γνωστό που ακούγεται: Πίνω χασίς!
    (Λεξικό της Ντάγκλας, Λεωνίδα Χρηστάκη και Μάρκου Επάρατου, εκδόσεις Opera, 1995)

(από Khan, 28/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified