Ο κάβουρας που γαμάει σαύρες. Εκ του σαύρα+γαμώ+καβρός («κάβουρας» στην κρητική ντοπιολαλιά). [Προτίμησα το«καβρός» για λόγους ευφωνίας]

Μετά την αποκαθήλωση του καβουρογαμόσαυρου (βλ. σχόλιό μου στο σχετικό λήμμα), «ήγγικεν η ώρα της αποκαταστάσεως της βαναύσως τρωθείσης τιμής του συμπαθούς καρκινοειδούς, δόξει και τιμή (πλην άνευ ταλαιπωρίας της ημετέρας γλώσσης)».

-Εκεί που περπατούσα στην ανερούσα* τι είδαν τα μάτια μου: Ένας κάβουρας, φτου θεέ μου σχώρα με, γαμούσε μια σαύρα! -Βρε τι μου λες; Θα 'ταν ο σαυρογαμόκαβρος, με τ' όνομα, που μού 'λεγε ο μακαρίτης ο παπούλης μου!

*ανερούσα: η ακρογιαλιά, στη ντοπιολαλιά της Κύθνου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη, από την αγγλική λέξη slang και την τουρκική çapaçul (ακατάστατος, κακοντυμένος):

ο προκαλών ακαταστασίαν εις τον σλανγκότοπον.

Σε παρακαλώ, γράφε σωστά και με τάξη. Μην είσαι σλανγκπατσούλης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση κατά την οποία η κατανάλωση υπερβολικής ποσότητας κάνναβης έχει εξαντλήσει πλήρως τους εκάστοτε pot-ες. Υπό αυτή την κατάσταση δεν είναι σε θέση να κάνουν ο,τιδήποτε άλλο, παρά να κουνήσουν τις κόρες των ματιών τους - με εξαντλητική προσπάθεια - και να γελάνε ασταμάτητα, από μέσα τους.

Σπάνια κάποιος φτάνει στα επίπεδα της υπερχόρτωσης στη σύγχρονη Ελλάδα λόγω ανεργίας, που ως αποτέλεσμα έχει την εξαιρετικά περιορισμένη αγορά κάνναβης και φυσικά την προσεκτική κατανάλωσή της. Παρ' όλα αυτά, όλοι οι pot-ες κάποτε φτάσανε στην απόλυτη αυτή κανναβική νιρβάνα.

Η λέξη είναι βέβαια συνδυασμός των: υπερφόρτωση + χόρτο.

Τιμή και Δόξα στη Μπιζελόσουλα, δημιουργό της λέξης αυτής.

- Στρίψε ακόμη ένα τρίφυλλο ρε!
- Μαλάκα θες κι άλλο; Εγώ δεν την παλεύω πια, έπαθα υπερχόρτωση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το «εν κατακλείδι», αποδομημένο δίκην αντίστροφου τουκανισμού και επαναδομημένο σλανγκική αδεία κατόπιν ισχυρού κατακαυκαλιδίου.

Μαμά: Ironick,
Κατά λάθος μπαμπάς: xalikoutis.

- καλά εγώ στην αρχή διάβαζα ξανά και ξανά «κατακαυλίδι» ... και ακόμα όταν το βλέπω, αυτό διαβάζω σε πρώτη φάση.
(Ironick, σχολιάζοντας το χαλικούτειο κατακαυκαλίδι)

- Εν κατακαυλείδι, άπαξ και ο προκληθείς τελικά καταφέρει να περάσει τον λάκκο με τα κωλοδάχτυλα, θα βρεθεί εκεί απ' όπου ξεκίνησε, στην ανυποληψία, την ταλαιπωρία και τον εξευτελισμό.
(Perkins, εδώ)

- Εν κατακαυλείδι, τόσο ο όρος βλάχος όσο και ο όρος ντίσκο εννοούνται στην ευρύτατη δυνατή έννοια, σημαίνοντας ο μεν βλάχος τον τοπικισμό, η δε ντίσκο, κάποιο ξενόφερτο ή παγκοσμιοποιημένο άκουσμα.
(Khan, εκεί)

- ironick: αχ πόσο παιδεύτηκα πρωινιάτικα, διάβαζα και ξαναδιάβαζα το λήμμα λάθος, «μουνοκλανάκης» έβλεπα -κι ακόμα δεν μπορώ να συνηθίσω το σωστό...
- Vrastaman: Ορκίζομαι στο λόγο της αρρενωπής μου τιμής ότι ετοιμαζό-μουνα να αναρτήσω το ίδιο ακριβώς σχόλιο!!!!!!!
- ironick: εσύ μη μιλάς, μου έχεις κολλήσει το «εν κατακαυλείδι» και δε σου το σχωρνάω...
(σχόλια λήμματος μπουνακλάκης)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1. Σάη ή φλώρουμ που έχει καταντήσει σκέτο εργοτάξιοΗΛΠΑΠ από τον καταιγισμό τρόλεϊ.

2. Μεγάλη συνομοταξία από ιντερνετομαλάκες, σπαστήρες, βιζιτούδες, ποντοκλαίουσες, e-μπούληδες, κλικαδόρους, e-Παναήδες, μπαγαποντοδότες, κ.α. μικυμάου.

[Λολ. τρολ- + -κομείο, κατά το μπουρδελοκομείο].

- Να ταΐζετε τους καβουροσλανγκόσαυρους, όχι τα τρολοκομεία!
(αρχαίον απαύγασμα σοφίας)

- Συνταγές για τρολοκομεία!
(εδώ)

- χαχαχαχχαχα , ρε τρολοκομειο ακομα δεν ηρθες αρχισες να με κοροιδευεις;;;;;;
(νταξ, αυτό παίζει να είναι και τυπογραφικό)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την κωμωδία «Θεσμοφοριάζουσες» του Αριστοφάνους. Οι Σλανγκοφοριάζουσες είναι το αντίθετο από την Λυσισλάνγκη. Αν η Λυσισλάνγκη είναι αυτή που προσπαθεί πάση θυσία να σταματήσει το σλανγκάρεστο έργο του άντρα της, οι Σλανγκοφοριάζουσες είναι οι γυναίκες, που όπως οι Θεσμοφοριάζουσες, έχουν μετατρέψει την σλανγκ σε καθαρά γυναικεία γιορτή / υπόθεση / δουλειά και δεν επιτρέπουν στους άντρες τους να εισέλθουν. Δηλαδή είναι οι Λήμμαν Sisters, αλλά στο πολύ πιο ακραίο!

Να θυμίσω ότι η αριστοφανική κωμωδία αναφέρεται στην γιορτή «Θεσμοφόρια» προς τιμή της Δήμητρας, που είναι μια καθαρά γυναικεία γιορτή, όπου δεν επιτρέπεται να παρίστανται άνδρες, και τα ευτράπελα αρχίζουν από την στιγμή που δύο άντρες αποφασίζουν να παραβούν την εντολή της θεάς. Παρομοίως, οι Σλανγκοφοριάζουσες είναι σλανγκίστριες μυημένες στα άδυτα της γυναικείας σλανγκ, όπου οι άντρες σλανγκιστές δεν μπορούν να εισέλθουν. Με λίγα λόγια η Λυσισλάνγκη είναι το παράδειγμα γυναίκας προς αποφυγή, ενώ η Σλανγκοφοριάζουσα είναι το πρότυπο της γυναίκας προς μίμηση. Οι Σλανγκοφοριάζουσες είναι το μέλλον της σλανγκ.

Παραδείγματα Σλανγκοφοριαζουσών και Σλανγκοφορίων:

Η αναγωγή της Μουνολογίας σε επιστήμη από την Regina Vagina. Βλ. μουνίλα, η, καμένο ντουί, το, περιοδόβρακο.

Η συγγραφή του Slangopolitan από την Yaloma Dentata σε λήμματα, όπως μωρό και το φιλικό στον χρήστη άνδρα μαγειρεύω ένα καλό γεύμα.

Τα inside informations της Πειρατίνας με έμβλημα το χταπόδι για τις ανάφτρες (pun unintended).

Οι γρίφοι της Στρουμφίτας για τα δώδεκα αρχίδια που έχουν οι γυναίκες...

Η όποια ομοιότητα με χρήστη/ χρήστρια του slang.gr είναι εντελώς συμπτωματική και δεν βαρύνει τον συγγραφέα. (από Hank, 28/02/09)Θεσμοφοριάζουσες. (από Hank, 28/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

To liberté, égalité, fraternité = «ελευθερία, ισότητα, αδελφοσύνη» είναι το έμβλημα της Republique Française (Γαλλική Δημοκρατία), που ανδρώθηκε με τους αγώνες της Γαλλικής Επανάστασης και σύμβολο την Marianne. Πρόκειται για τις τρεις μεγαλύτερες αξίες της δημοκρατίας.

Το liberté, égalité, frappernité = «ελευθερία, ισότητα, φραπεδοσύνη» είναι το έμβλημα της Republique Liliannaise, που στήθηκε με τους ηρωϊκούς αγώνες των Σλάνγκων Δράκων και σύμβολο την Lilianne. Πρόκειται για τις τρεις μεγάλες αξίες του σλανγκισμού, ήτοι: Την ελευθερία, τον σλανγκικό φιλελευθερισμό του laisser faire- laisser slanguer, ενάντια στο «παλαιό καθεστώς» (ancien régime) των σλανγκαρχίδηδων. Την ισότητα όλων απέναντι στην αστροδοσία, η οποία εξασφαλίζεται από τον πεφωτισμένο ρουμανισμό. Και την «φραπεδοσύνη», δηλαδή την αλληλεγγύη που σμιλεύεται μεταξύ των κοινώς φραπεδιαζομένων. Ήτοι, για να χρησιμοποιήσω τα λόγια του Vrastaman, «την κοινή μαλακία (με την καλή έννοια) που δέρνει και δένει τους Σλάνγκους, δημιουργώντας ένα esprit de groupe». Χαρακτηριστικό αυτού του πνεύματος αλληλεγγύης και «ερωτικής αλληλοπεριχώρησης» (για να πω τον γιανναρισμό μου) είναι τα διάφορα sagas με δεκάδες λήμματα, όπως το φραπέ-saga, το μύδι-saga, το lol-saga, και πολλά άλλα. Και βέβαια το σαπούνι κατασκευής μας με πρωταγωνίστρια το Λίλιαν.

Πηγή: Vrastaman.

Μερικά saga, που σφράγισαν τις αξίες του liberté, égalité, frappernité:

  1. φραπέ, το:

γενιά του φραπέ, η, κατάσταση φραπέ, περσόνα νον φράπα (persona non frappa), η, ποδοφραπέ, το, φράπα, η, φραπεδάιζερ/ frappedizer, φραπεδέλα, φραπεδιά, η, φραπεδιάρα, η, φραπεδιόλα, φραπεδοκουβέντες, φραπεδούμπα, φραπελιά, η, φραπεδούπολη, φραπενείο, το, φραπενές, ο, φραπόγαλο, φραπογαλιέρα, φτιάχνω φραπέ, ντεκαφεϊνέ, ντικάφ, decaf

  1. lol, λολ:

καραλόλ, το, λολ (lol), λόλα, η Λόλα που τα κάνει όλα, λολίτα, λολοφιόγκος, ο, lol-some, lol-οκαύτωμα, lolen, Loles, rotf-lol, Μ.Α.Ο, Χείρα του Μ.Α.Ο., η / Χήρα του Μ.Α.Ο., η, LMFAO κ.λπ., φορ τεχ λουλζ.

  1. μήδι:

αρχίδια - μύδια, μούλτι μύδια, τα, μπαγιάτικο μύδι, το, μύδια, μύδια, τα, μυδίαμα, το, παλαμύδι, Τι κάνει νιάου νιάου στα κεραμύδια, τρώω το μύδι με το τσόφλι, φίδιν μύδιν, αρχιμύδεια, η, Δυομύδης, μουνούχω, η/ ευνουχομούνα, η/ μύδουσα, η, αιδοίο το οδοντοφόρο - δαγκανόμουνο - vagina dentata, οδοντογλειφίδα, η, οδοντόπαστα, η, γαμήδια, παλαμήδι, το.

Και πολλά άλλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εξαιρετικά όμορφη γυναίκα. Πρόκειται για πιο κομψή διατύπωση του μουνάρα, εκ του προθέματος αρχί- και του λήμματος μύδι.

Δεν πρέπει να συγχέεται με την αρχιμήδεια, δηλαδή την επιδέξια μηδοπλάστρια.

- Ο άμεμπτος τύπος είναι το «μήδι», οπότε αν σε πει κάποιος «Αρχιμήδεια» δεν υπάρχει περιθώριο παρεξήγησης (…) Το «Αρχιμύδεια» πάλι ή το «σπέκια για το μύδι» έχουν πολυσημία …
(Χρήστης Khanαπευθυνόμενος προς αρχιμήδεια Mes αναφορικά με το λήμμα το μυδίαμα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified