Σλανγκιά για τον πατερναλιστή.

Η πατερνάλα πάντα αντλεί την λεβεντιά / κυριαρχία της εξωγενώς, συχνά προβάλλοντας για άλλοθι την παλαιότητα ή κάποιο επινοημένο πολιτικό ή μεταφυσικό τοτέμ. Εγκάθετη ή αυτόχριστη, θέλει να αποφασίζει πριν από σένα για σένα, ακόμη κι αν εσύ διαφωνείς. Γιατί, τσσς, είσαι ένα αφελές παιδί, ανώριμο να διακρίνει το σωστό από το λάθος.

Παίζει και ως πατερνάλας.

Το παράδειγμα σκοπίμως δεν περιέχει το λήμμαν, μπας και ψαρέψω καμία στα σχόλια :Ρ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ελληνική μετάφραση / παράκουση του mother fucker.

- I'm the best morofokas in the whole world!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως λέει και η ίδια η λέξη, νευρόσπασμα χαρακτηρίζουμε το άτομο εκείνο που μας «σπάει» τα νεύρα, που μας εκνευρίζει με το χαρακτήρα ή και τη συμπεριφορά του.

Μπορεί να είναι όμως και άτομο το οποίο να φέρεται σαν να έχουν σπάσει του ίδιου τα νεύρα. Να είναι δηλαδή υπερκινητικό, να έχει λογοδιάρροια, να είναι απότομο στις κινήσεις ή στην ομιλία του κ.τ.λ.
Ο χαρακτηρισμός αυτός μπορεί εκτός από ανθρώπους να δοθεί και σε ζώα ή και σε αντικείμενα.

  1. Η Βάσω είναι μεγάλο νευρόσπασμα ώρες-ώρες. Εκεί που κάθομαι και διαβάζω αραχτός, έρχεται ξαφνικά και μου τραβάει τις τρίχες από τη μύτη μου. Τι να σου πω ρε παιδί μου... μια μέρα να ξεχάσω να τις κόψω, πάει! Μου πρήζει τ' αρχίδια στο πείραγμα και τις παρατηρήσεις!

  2. Αυτός ο γάτος που πήρα είναι τελικά μεγάλο νευρόσπασμα! Λίγο ρε παιδί μου να τον πάρω αγκαλιά δε μπορώ γιατί λυσσάει ο πούστης και αρχίζει να κοπανιέται από δω κι από κει και να γρατζουνάει με τις παλιονυχάρες του ότι και όποιον βρει μπροστά του. Άσε σου λέω το σκυλομετάνιωσα! Καλύτερα να είχα πάρει λούτρινο... έτσι μού 'ρχεται να τραβάω τα βυζιά μου από την τσαντίλα πού 'χω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά η βάλανος του πέους (πουτσοκέφαλο). Ως επιθετικός προσδιορισμός, ή αυτοαναφορικό, σημαίνει αυτόν που σκέφτεται με το κάτω κεφάλι, που έχει το μυαλό του στο μουνί, ή στο γαμήσι γενικότερα.

Συνήθως το πουτσοκέφαλο άτομο λειτουργεί παρορμητικά και, ως προς αυτό, ο όρος πουτσοκέφαλος παρουσιάζει συγγενή συμπεριφορά με το παρεμφερές «θερμοκέφαλος». Εννοείται ότι απαντά πάντα σε αρσενικό γένος, ενώ σε πολλές περιπτώσεις χρησιμοποιείται υποτιμητικά, π.χ. «ασ' τον μωρέ, αυτός είναι πουτσοκέφαλος».

  1. Καλά, ρε πουτσοκέφαλος είσαι; Μόνο το μουνί έχεις στο μυαλό σου!

  2. Πήγαμε προχθές στον «Καλιγούλα» και ο Γιώργος τα 'μπλεξε με μια στριπτιτζού που του πούλησε αγάπες. Πουτσοκέφαλος είναι, ο μαλάκας...

  3. -Ο Νίκος τα 'ριξε στην καινούρια γκόμενα του Αλέκου. -Ρε τον πουτσοκέφαλο! θα μας χαλάσει την παρέα, ο μαλάκας.

Πουτσοκέφαλος (από panos1962, 05/11/09)Καπέλο Πουτσοκέφαλο (από panos1962, 05/11/09)Μπιλ Κλίντον (από panos1962, 05/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκιστί, το αφεντικό.

Ο όρος προκύπτει εκ του γεγονότος ότι στα Ρουμάνικα, boss (boş) σημαίνει αρχίδι.

- Είσαι για κάνα καφεδάκι το Σαββάτο;
- Άσε ρε φίλε ο ρουμάνος και πάλι με μπιφτέκωσε. Όλο το σουκού θα το βγάλω στο γραφείο...
- Τι να κάνουμε, he is the boss!

(από Vrastaman, 16/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified