Further tags

Το «κάτι άλλο», το «επί πλέον» στο παίξιμο μουσικού οργάνου, κυρίως του τρίχορδου μπουζουκιού, αλλά όχι μόνον.

Ρεμπέτικη μουσική ιδιωματική λέξη της οποίας ως πατήρ φέρεται ο Μάρκος Βαμβακάρης. Κατάγεται από το ταξίμι, τα περισσότερα των οποίων ξεκινούν με ένα κοφτό παίξιμο 4 νοτών, ηχομημιτικά «νταρουνταντράμ», σαν να λένε «προσοχή», «ησυχία».

Αν λοιπόν η συνέχεια δεν είναι η αναμενόμενη, το παίξιμο δεν σε «γονατίζει», δεν σε «λιγώνει» και δεν σε ταξιδεύει, τότε δεν το έχεις το νταρουνταντράμ. Δεν έχεις αυτό το κάτι άλλο, που θα καθηλώσει το ακροατήριο. Είσαι ένας, μπορεί και πολύ καλός, «απλός» οργανοπαίκτης. Διότι δεν αναφέρεται στην δεξιοτεχνία, αλλά στο αν καταφέρνεις να μιλήσεις με την ψυχή του οργάνου.

Η λέξη βγήκε και έξω από τα ρεμπέτικα μουσικά τείχη, όχι όμως σαν οργανοπαικτική αξιολόγηση, αλλά σαν χαρακτηρισμός της ικανότητας που έχει ή δεν έχει κάποιος, σε σχέση με αυτό που καταπιάνεται.

Από την δεκαετία 1960 και μετά, η λέξη ξεχάστηκε και δεν χρησιμοποιείται πλέον.

-Μάρκο τι λές για τον Νώντα και το μουζουκάκι του;
-Καλός είναι, αλλά δεν το έχει το νταρουνταντράμ μωρ' αδερφάκι μου.

-Έμαθα πήρες τον Νικόλα στην δούλεψή σου. Πως τον κόβεις;
-Φίνος είναι και θα πάει μπροστά. Το έχει το νταρουνταντράμ.

(από Βασίλης-7, 30/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η εναλλαγή πέραν του ενός αθλουμένου στις πιέσεις πάγκου στο γυμναστήριο.

  2. Η επίσκεψη και σε δεύτερο μπαρ, εντός της ίδιας νύχτας, λόγω άθλιας μουσικής - κόσμου - ποτών στο πρώτο.

Χτες τελικά κάναμε αλλαξομπαριά, γιατί το πρώτο αποδείχθηκε ντίσκο πουστράδικο με μπόμπες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη απαντάται στην Μεσσηνία, την λεβεντομάνα πολλών υπερασπιστών του έθνους μας. Περιγράφει μονολεκτικά τους εχθρούς του Ελληνισμού, ιδίως στην εποχή που ήταν πιο έντονος ο «από Βορρά κίνδυνος». Σημειωτέον το «κου» του «κουμμουνιστο-».

Είναι μια εξωνημένη συνείδηση, ένα μίσθαρνο όργανο, ένας αθεοαναρχοκουμμουνιστοσυμμορίτης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πηδάριθμος: το σύνολο των ερωτικών συντρόφων ενός ατόμου.

Διασταυρωμένη αλήθεια: οι άντρες δίνουν πάντα μεγαλύτερο πηδάριθμο από τον πραγματικό (για ευνόητους λόγους), ενώ οι γυναίκες δίνουν πάντα μικρότερο (για ευνόητους λόγους).

- Τι πηδάριθμο έχεις;

Aπό εδώ στο lexilogia.gr

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν έχετε χημεία με κάποιον στα πάντα εκτός από το σεξ.

Από το βιβλίο: Πλαθολόγιο - Η απουστειρωμένη έκδοση, εκδ. Intro 2008.

«Τι κρίμα που με τον Χρήστο έχουμε ανόργανη χημεία» αναστέναξε ο Πέτρος και έσβησε το τηλέφωνό του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι που έχεις ξεχάσει να κάνεις αφού πέσεις στο κρεβάτι και που σημαίνει ότι πρέπει να ξανασηκωθείς, π.χ. να κλείσεις το φως στην κουζίνα, να σβήσεις τον θερμοσίφωνα, να βγάλεις τα σκουπίδια, να κάνεις τσίσα σου, κ.ο.κ. Από το βιβλίο Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007.

Η Ευαγγελία βεβαιώθηκε ότι έκλεισε το φως στην κουζίνα, έκανε και τσίσα της ώστε να μην αναγκαστεί να ξεξαπλώσει.

Got a better definition? Add it!

Published

Η τελευταία ημέρα των διακοπών. Συνεκδοχικά: Το τελευταίο στάδιο οποιασδήποτε ευχάριστης δραστηριότητας. Από το βιβλίο Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007.

Με πόνο στην καρδιά, ο Μάριος αναπόλησε τη θλημέρα με τη Νίκη, και σκέφτηκε να της στείλει γράμμα εκεί που ζούσε τώρα. (Γκυστάβ Τρομπέρ)

Got a better definition? Add it!

Published

Η αφλογιστία του πυροδοτικού μηχανισμού, τουντουφεκιού που λέγεται μπαργαλάτσος, είτε κατά τη συνουσία, είτε κατά τη χειροτεχνία, αποτελεί προϋπόθεση για την αφλοκιστία. Τι είναι αφλοκιστία; Αφλοκιστία (όπως λέει και το όνομά της) σημαίνει: ανυπαρξία εκροής φλοκώδους υγρού.

Το πρόβλημα της αφλοκιστίας, ανάγεται στο πρόβλημα της αφλογιστίας.

Αυτό, μπορεί να σχετίζεται με ανίατα οργανικά ή ψυχολογικά προβλήματα, προβλήματα, που ενδεχομένως να μπορούν να επιλυθούν μέσω της Ιατρικής, π.χ: μέσω Ασκητοθεραπείας.

Υπάρχουν όμως και προβλήματα, που σχετίζονται με τις περιστασιακές συνθήκες της ζωής του πεοφόρου. (π.χ: ο άντρας να είναι μπαγιάτικο μύδι από κάποια περιστασιακή κοπιαστική εργασία, να βιώνει ένα πρόβλημα που τον έχει αγχώσει, να είναι σε φάση ντεκαβλέ, κλπ).

Αν κάποιος τώρα, δεν προχωρήσει σε διαδικασία συντήρησης (δες εδώ, εδώ αλλά κι εδώ) και θέλει εδώ και τώρα, να επιτελεστεί το θαύμα της εγέρσεως του μπργαλάτσου του, από την αρχίδια νάρκη του, χρειάζεται βελτίωση του ηθικού του (κατανόηση, κλπ) και βελτίωση ανύψωσης του ανήθικου του (εδώ παίζουν οι ορθοπεϊκέςικανότητες της συντρόφου, το βυζογραφικό της και τα λοιπά σωματικά προσόντα της).

- Ημουν χθες κουρασμένος. Ηθελα νακουτουπώσω τη Σούζυ, αλλά πού...
Το ένδοξο άτι του Μεγαλέξανδρου, είχε γίνει μόριο λαγού.
- Και τι έγινε;
- O Φούφουτος (βλ. βραστοσχόλιο)δεν εκτελούσε τα παραγγέλματα. Είχε κάνει κατάχρηση γραψαρχιδίνης. Το πουλί δε λαλούσε με τίποτα. Είχε κατεβάσει ρολά. Άσ' τα... αφλοκιστίας το ανάγνωσμα. Δε λέω άλλα.

(από Khan, 30/10/13)

βλ. και ξεροχύνω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αρσενικό ισοδύναμο και το alter ego του ψωλοδιώχτη. Ο που τον έχει, θέλει και δεν μπορεί. Έχει κάτι που διώχνει από παστάκι μέχρι γριέντζω.

Βρε δεν πα να πέσει σε μουνοθύελλα ή και σε μουνόλακκο ακόμα, τα αντίστοιχα πουτσορανταροκύτταρα στον εγκέφαλο των θηλυκών βαράνε κόκκινο συναγερμό άμα τη εμφανίσει του.

Εντάξει, αν είσαι μπίχλας ή μπιχλάντεν τον έχεις απ' τα αποδυτήρια. Αν πάλι βγάλεις τη φήμη του φαρμακόπουτσου, τότε σίγουρα βάζεις μουνοδιώχτη στον πούτσο σου.

Αλλά εδώ λέμε ότι μπορεί και να έχεις στήσει όλες τις γκομενοπαγίδες, και να μην πέφτει καμιά μέσα, ούτε καν μια πατσούρα, λόγω αυτού του κάτι, του αόρατου μουνοδιώχτη.

«Τι 'ν' αυτό που το λεν μουνοδιώχτη, τι 'ν' αυτό;»

  1. -Ε ρεεεε... πολλά μουνιά τριγύρω μας, στον πούτσο μας κανένα! Τι στον πούτσο; Τον μουνοδιώχτη έχουμε;

  2. - Μπιρμπίλη μου, για αγάμητο σε κόβω τελευταία!
    - Γάμησέ τα κι άφησέ τα Ντερβίση μου. Πρέπει να απέκτησα μουνοδιώχτη και δεν ξέρω πως.

  3. - Βρε μαλάκα μπιχλάντεν, άντε κάνε κάνα μπάνιο να φύγουν τα δέκα κιλά μουνοδιώχτη που έχουν πετσιάσει πάνω σου.

Συνώνυμο: γκομενοδιώχτης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευφραπαίς είναι η πατρώα απόδοση του φραγκολεβαντίνικου frappé.

Στην αρχαία Ελλάδα, οι προγιαγιάδες μας ανασεισίφαλλοι φαλλούς ράπιζαν (φ.ραπ.!) σκορπώντας απλόχερα την χαρά στους ευφραπαίδες προπάππους μας.

Η ιερά αυτή παράδοσις συνεχίζεται και σήμερα καθώς ερασιτέχναι τε και επαγγελματίαι φραπεδιάρες αντλούν σπέρμα σε σπίτια, αυτοκίνητα, πλοία, υπαίθριους χώρους σταθμεύσεως, και στον φραπενέ της γειτονιάς σας.

Ετυμολογείται εκ του ευφραίνω και παις.

Αντίστοιχοι όροι:

  • Ο ευφράπους, ο ειδήμων του ποδοφραπέ (εκ των ευφραίνω και πους).
  • Ο ευφράπουστ, όστις απολαμβάνει τον καφέ της Χαράς από ομόφυλούς του (εκ των ευφραίνω και πούστης).

Σλανγκασίστ: Mes

- O Λιακό έχει ντοκουμέντα για την αρχαιοελληνική καταγωγή του φραπέ (λεγόταν: «Ευφραπαίς», εκ του ευφραίνω + παις = η χαρά του παιδιού)
(από εδώ)

- Ο ευφράπους Πέρι έθεσε εαυτόν σε φραποκαραντίνα καθώς ο μπαργαλάτσος του κόλλησε «το πόδι του αθλητή»

- Ο γαλάτης ευφράπουστ Πιέρ κηρύχτηκε περσόνα νον φράπα. Γιατί άραγε; Ρατσισμός; Ομοφοβία; Penis envy;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified