Further tags

Ο υπερβολικά σεξουαλικά διεγερμένος.

Πολύ γκόμενα σου λέω. Πύρκαυλος έγινα μόλις την είδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βγαίνει απ' το τεφαρίκι και σημαίνει μια χαρά, μπεργκέτι, τσόντα, καύλα, τζετ, σούπερ κτλ.

Το πήγα στο μάστορα τ' αμάξι και μου το 'κανε τέφα. Σαν καινούργιο, σου λέω!

Βλ. και μέγκλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το είδος ξύλου που δεν ανήκει σε καμία κατηγορία ή πολεμική τέχνη και δεν έχει κανόνες και αντιαθλητικά χτυπήματα.

Περιλαμβάνει από καρπαζιές, σφαλιάρες, μπουκέτα και φάπες μέχρι βρώμικα κλωτσομπουνίδια, καρεκλιές, κουτουλιές και ρουθουνιές (το χώσιμο του δείκτη και του μέσου στα ρουθούνια του αντίπαλου και το τράβηγμα της μύτης προς τα πάνω).

Εξ ορισμού είναι πολύ αντρικό ξύλο και γι' αυτό τσαντιές, νυχιές και μαλλιοτραβήγματα αποφεύγονται.

Και μου φέρνουν το λογαριασμό και τους λέω οτι δεν είχα μία, και μ' αρχίζουν σ' ένα ταβερνόξυλο που θα το θυμάμαι όλη μου τη ζωή. Το βλέπεις αυτό; Από αμόνι έγινε!

(από tribeklis, 18/01/11)ξύλο μετά μακαρονάδας... (από MXΣ, 08/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται κυρίως στο στρατό ως ρήμα και σημαίνει χαλάω ή χαλιέμαι. Βλέπε και χαλούμι.

- Πάλι πούστη με κινέζο θα φάμε ρε μάγειρα;
- Γιατί, σε χαλούλου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρώω πακέτο, δηλαδή έχω πρόβλημα, ζορίζομαι, ταλαιπωρούμαι.

- Πακετώθηκε ο Στάθης, έχασε όλα του τα λεφτά, του κατέσχεσαν το σπίτι, τον άφησε η γυναίκα του, χάθηκε και ο σκύλος του, του κάηκε και το βίντεο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διορθώνω με blanco.

-Πάλι τζατζικώνεις; Αν δε προσέξεις θα φας δύο blanco τη σελίδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το όνειρο κάθε άγαμου λιγούρη που βγαίνει σαββατόβραδο με την ελπίδα να γαμήσει. Ένας μουνόλακκος απαρτίζεται από πολλά άτομα γένους θηλυκού και από κανένα αρσενικό ον. ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΟ ΝΑ ΑΠΟΤΕΛΕΙΤΑΙ ΑΠΟ ΟΜΟΡΦΕΣ ΚΟΠΕΛΕΣ!!!

Άκου να δεις τι έπαθα χθες που βγήκα με την Μαίρη. Μου λέει: θα περάσουν και οι φίλες μου να σε γνωρίσουν. Ε, μετά από 10' σκάει μύτη ένας μουνόλακκος άλλο πράγμα!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βιάζω κάποια συσκευή (της οποίας η λειτουργία δεν ανταποκρίνεται στις επιθυμίες μου) ώστε να την κάνω να δουλέψει, αντί να κάτσω μισό λεπτό να σκεφτώ τι μπορεί να πάει στραβά.

Εκ του Κ.Δ.Ο.Α. (Κτηνώδης Δύναμη, Ογκώδης Άγνοια).

- Άλλαξε cd ρε...
- Δεν ανοίγει το πορτάκι.
- Άλλαξε ρε λέμε!
- Δεν ανοίγει το πορτάκι λέμε! (ΜΠΑΜ! Του το δίνει στο χέρι.)
- Είδες που άνοιξε;
- Το κδόασες ρε αρχιμαλάκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γενικός όρος που αναφέρεται σε πρόχειρη δουλειά. Συνήθως συνδέεται με απόπειρα εξαπάτησης ή με δουλειά που κανονικά έπρεπε να γίνει με λεπτομέρεια και προσοχή αλλά λόγω βαρεμάρας έγινε στα γρήγορα.

Το πήγα στο συνεργείο και μου 'καναν γομαροδουλειά.

Από το γομάρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified