Κίνημα που εμφανίστηκε στα μεγάλα ελληνικά αστικά κέντρα στα τέλη της δεκαετίας του '70. Γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση στα μέσα της δεκαετίας του '80 και εκτοτε συνεχίζει να υφίσταται σε λανθάνουσα μορφή μέχρι τις μέρες μας. Εκφράστηκε κυρίως μέσω εικαστικών παρεμβάσεων της συζύγου στην διακόσμηση της σαλονοτραπεζαρίας του τυπικού αστικού σπιτιού της δεκαετίας του '80. Βρήκε επίσης πεδίο έκφρασης στα μουσικά και ενδυματολογικά δρώμενα της εποχής.

-Ωραίο το σύνθετο που αγόρασε η Κούλα.
-Έλα μωρέ... ένα γυφτομπαρόκ ήτανε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάτι μας ξενερώνει.

  1. - Παιδιά πάμε μετά για γλυκό; - Μπα... Ξενερουά...

  2. - Πώς ήταν η ταινία που είδες; - Τίποτα μωρέ... Ξενερουά λίγο αλλά εντάξει...

βλ. και αντισέξ, ντεκαβλέ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το hardcore (σκληροπηρυνικό). Έκφραση για δύσκολες καταστάσεις και σκληρούς προγραμματιστές με μεγάλα @@. Κυκλοφορεί ως έκφραση στην ελληνική demoscene community.

Πώπω ο τύπος έγραψε ολόκληρο τον κώδικα 100% σε assembly. Μιλάμε για πολύ κορίλα!!!

(από GATZMAN, 22/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φανταστικό ηρεμιστικό φάρμακο, χρησιμοποιούμενο συχνά και προτεινόμενο σε μεγάλες δόσεις.

- Δεν αντέχω άλλο κολλητέ! Παιδιά, γυναίκα, δουλειά, υποχρεώσεις! θα τρελαθώ!
- Αγαπητέ μου, εγώ παίρνω γραψαρχιδίνη των 500mg τρεις φορές τη μέρα και μου περνάνε όλα!

(από allivegp, 27/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καθιερωμένος ορισμός είναι τοις πάσι γνωστός: νυχτερινή εκσπερμάτωση, συνέπεια ηδυπαθούς ονείρου (εκ του oνειρώττω).

Στην σλανγκ εκδοχή, το λήμμα περιγράφει κάθε αντικείμενο ή υποκείμενο έμμονου και βασανιστικού πόθου.

1.
- Ο γερομπισμπίκης ενώ είναι με το ένα πόδι στον τάφο κυκλοφορεί με ένα πιπινάκι σκέτη ονείρωξη! - Γάμησέ τα! Κώλοι υπάρχουν, λεφτά δεν υπάρχουν!!!

2.
- Μάγκα μου, έχεις δει το i-Phone; σκέτη ονείρωξη δικέ μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για το γένος φθείρας pthirus pubis η κοινή μουνόψειρα το οποίο ευδοκιμεί και αναπτύσσεται στο τρίχωμα της ήβης. Μεταδίδεται μέσω σεξουαλικής επαφής, ή από επαφή με μολυσμένα κλανοσκεπάσματα ή ρούχα.

Η καβουρογαμόψειρα οφείλει το όνομά της στην ομοιότητα που φέρει σε μικροσκοπικό κάβουρα. Αγγλιστί: crab louse.

Στην σλανγκική, καβουρογαμόψειρες επίσης αποκαλούνται οι πάσης φύσεως ενοχλητικές κολλιτσίδες, κυρίως εάν πρόκειται για πρώην γκόμενες που δύσκολα ξεφορτώνεσαι.

- Προδοσία λεβέντες! Έπεσα σε μια μουνοπαγίδα γιομάτη καβουρογαμόψειρες!

Καβουρογαμόψειρα η ηβική (από Vrastaman, 12/11/08)Εμείς στην Αμερική... (από Vrastaman, 24/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για κοινωνικές εκδηλώσεις, όπου ένστολοι κλόουν, ανιματέρ, ξυλοπόδαροι και ζογκλέρ διασκεδάζουν τους μικρούς καλεσμένους με τα μπαμ-μπουμ τους σε μια παραμυθένια ατμόσφαιρα. Τυχόν ατυχήματα οφείλονται πάντα σε εξοστρακισμούς.

Ρε Βαγγέλα, το Λίλιαν σε άκουσε να λες ότι στο Σύνταγμα γίνεται το μεγαλύτερο πάρτυ με ούζα όλων των εποχών και μου ζήτησε να την πετάξω αμέσως με το μοτοσακό μου!
— Καλά, το αμαρτωλό έχει ξανθές ρίζες και είναι και κουφάλογο –πάρτι με uzi είπα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την ατάκα στο Ntoltse vita καθώς κ το φερώνυμο club του Κολωνακίου. Αντί του «και καλά». Αρχικώς πρωτοχρησιμοποιηθείσα από τον Πλανήτη...

- Μαλάκα μάς πουλάει τρελή μούρη η γκόμενα ότι και καλούα είναι μοντέλο.
- Ρε ουστ!!!!

Δες και καικαλούας/-ού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του υποτιθέμενου ρήματος μουσικώνομαι, ρήματος που χρειάστηκε να υπάρχει λόγω σλανγκικής αδείας, και υποτίθεται πως σημαίνει πως κάποιος φτιάχνεται με τη μουσική.

Επειδή όμως...αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννάν οι κότες,η slang σημασία παραπέμπει στη φράση «μου σηκώνεται», που παραπέμπει με τη σειρά της σε ορθοστασία του ανδρικού μορίου, σε σηκωμάρες, σε ανατάσεις ψωλής και σε έγερση των τζέντλεμεν όταν ένας θεοκόμματος, απ' αυτούς που αξίζει κάποιος επίδοξος επιβήτορας να πει:«και η κλανιά της βάλσαμο», διεγείρει τους οπτικούς σένσορες του (τα μάτια του).

Η χιουμοριστική αυτή λέξη λέγεται με στόχο να συμμεριστούμε με άλλους το χαρμόσυνο γεγονός της έγερσης του πέοντα.

Σε μπαράκι
Αλέκος:Ωραία επιλογή ρε. Σωστό Αιδοίον πέλαγος το μέρος. Ο αιδοιοφόρος ορίζοντας. Κώστας (κοιτά προς τον τζέντλεμαν και με χαρωπό ύφος αναφωνεί): Άστα. Μουσικώνεται... Μουσικώνεται... Μουσικώνεται Αλέκος (με νόημα): Είδες τι κάνει η καλή μουσική;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Φλεβάρης λόγω του ότι έχει λιγότερες μέρες από τους άλλους μήνες χαρακτηρίζεται κουτσοφλέβαρος. Αλλάζοντας το πρώτο γράμμα, ο κουτσοφλέβαρος γίνεται πουτσοφλέβαρος. Ο όρος πουτσοφλέβαρος, είναι εύηχος και εκφραστικός όρος. Πώς θα μπορούσε όμως, να χρησιμοποιηθεί;

  1. Η παροιμία λέει: «Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει».
    Ο πουτσοφλέβαρος στην περίπτωση αυτή δραστηριοποιείται, όταν ο Φλεβάρης φλεβίζει. Έχει να κάνει δηλαδή με το γαμημένο φλεβαριάτικο πουτσόκρυο.

2.Ο όρος θα μπορούσε να ειπωθεί χιουμοριστικά, όταν κάποιος πάει να ρίξει ένα φλεβαριάτικο πέο κάτουρο, όταν κάποιος θέλει να φτιάξειπλεκτό φλεβαριάτικα, αλλά κι όταν κάποιος θέλει να βουτήξει φλεβαριάτικα τον κολιό στο ξύδι. Εδώ ειδικά παίζει παραφρασμένα η παραπάνω παροιμία ως: «Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, καυλοκαίρι θα μυρίσει», με έμφαση φυσικά στη λέξη καυλοκαίρι (καιρός όπου εφαρμόζεται το δόγμα:Τελεία και καύλα).

Όταν ο κουτσοφλέβαρος εκφέρεται πουτσοφλέβαρος, θυμίζει τον Χατζηχρήστο που ως Ζήκος στην ταινία: «Της κακομοίρας», έλεγε: «Αν ξεδιπλωθώ θα γίνω 1 και 90». Μα πως θα ξεζιπαριστεί ο πουτσοφλέβαρος; Ας είναι καλά το πρώτο συνθετικό της σύνθετης λέξης (πούτσος), που 'χει πτυσσόμενεςιδιότητες. Αλλά κι η λέξη «φλέβα» που περιέχεται στον όρο, κάνοντας συντροφιά με τη λέξη πέος, δίνει τη δική τους χροιά στα πράγματα. Να τι λέει ο link για αυτό.

Πέρι: Άκουσες Λίλιαν; Η Πούτση κι η Πετρούλα είπαν πως αύριο θα έχει πουτσόκρυο. Κανονικός πουτσοφλέβαρος!
Λίλιαν: Ε τότε, δεν έρχεσαι απ' το σπίτι να μου ρίξεις έναν ξεγυρισμένο πουτσοφλέβαρο; Λέω να φωνάξω και τη φίλη μου τη Μαρία, την κουτσή, ξέρεις, για να γίνει κουτσοφλεβαριάτικα το γαμήσι της κουτσής. Το συνιστά κι ο Πάνος ο φίλος μου.
Πέρι: Άμα θα 'ρθει κι η κουτσή Μαρία έδεσε το γλυκό. Μα για στάσου. Γι' αυτό το γαμήσι χρειάζεται και ένα τούβλο. Πού θα βρούμε;
Λίλιαν: Θα φωνάξουμε τον Μιστόκλα. Μιλάμε για το... τούβλο.

Ο Πέρι πάει να φύγει...
Λίλιαν: Πού πας;
Πέρι: Πάω τουαλέτα μωρέ για να ρίξω έναν πουτσοφλέβαρο.
Λίλιαν(με διάθεση πειράγματος): Πας να φτιάξεις πλεκτό, ή να κατουρήσεις;
Πέρι: Χα χα χα... Σωραία! Δε μου λες ρε, μιας και μιλάμε για ντύσιμο, δε μου 'πες, τι φόρεμα θα φοράς αύριο;
Λίλαν: Κούτσι φόρεμα, για να ταιριάζει στην περίσταση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified