Further tags

Μπαφοτσίγαρο, συνήθως στριμμένο με άσπρα ή πράσινα χαρτάκια, εξού και το έντονο άσπρο χρώμα. Προέρχεται από την λέξη γάρο, καμουφλαρισμένη για χρήση μπροστά σε τρίτους.

- Αλάνια, να γυρνάει ο γλάρος...
- Πάει ο γλάρος, πέταξε, τον τζιβάνιασε ο Τάκαρος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπαφοτσίγαρο, προέρχεται από την λέξη μπαφέος => φέος, και παραπέμπει σε κάψιμο φαιάς ουσίας.

- Να σας πω ρε μάγκες: Κάναν φέο θα πιούμε ή τσάμπα κουβαλήθηκα πάλι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χοντρό και ευμέγεθες μπαφοτσίγαρο, συνήθως στριμμένο με τεχνικές πέραν του Τ.

Τι μπουράκλα έστριψες πάλι ρε Κούλη; Σφύζει από φέο!

(από doodoon, 15/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του χόρτου.

- Πάλι με τον Μήτσο, αράζω καναπέτο, στρίβει καρτερικά άλλο ένα κανναβέττο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλβανικό χόρτο, γνωστό επίσης ως μπάμπανος, μπαμπάνι.

Διακρίνεται από την ελεεινή γεύση πέραν φωτεινών εξαιρέσεων, μηδενικό κλάσιμο, χαμηλή τιμή, αρρωστιάρικο διαρροιές χρώμα και πληθώρα σπορακιών που παραπέμπουν μάλλον σε συσκευασία από φακές.

- Καλά Βασιλούκο, φέραμε μια αρχι-μπαμπάνα...σκέτη ρίγανη μαν!

(από doodoon, 15/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντομογραφία της σοκολάτας, ήτοι, το χασίς.

Επίσης γνωστό ως τσοκό, τσοκάδι, πλαστελίνη, κουράδι.

- Λοιπόν Κούλη φτιάξε βανατζί, Μήτσο κόλλα, όσο εγώ θα μακαρονιάζω την λάτα!

(από doodoon, 15/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπάφος που έχει καβατζωθεί στα αρχίδια κάποιου προς αποφυγή δυσάρεστων αποκαλύψεων από τσέους, λήττες ή αστυνομικά ντόγκια.

Ως εκ τούτου διακρίνεται από μία γαργαλιστική υποψία αρχιδίλας.

- Μανώλο, κοίτα, για να' μαι ειλικρινής μου' χει μείνει ένα παπάδι, αλλά παίζει να ναι αρχιδόφεος πλέον. Σόρρυ μαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέλευση < πακέτο (ποδανά = κετοπά) + τσιγάρο(=γαροτσί, ροτσί) => κετοτσί.

Το τσιγάρο που καπνίζει κάποιος μετά από μία αποτυχία-πίκρα με σκοπό να χαλαρώσει και να ξεχαστεί έστω και λίγο.

Ποο! Τον πούλο. Πάλι δεν πέρασα τα σήματα, κάνω το κετοτσί στη στάση και πάω να γυρίσω σπίτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυαλιά ηλίου συνήθως μάρκας Arnette, σε έντονα χρώματα, συνήθως πορτοκαλί, λαχανί και βεβαίως άσπρο. Φέρονται από κάγκουρες, τρύπιους συνδεσμίτες, καμμένους psychedelάδες και ορειβάτες. Αποτελεί 24ωρο αξεσουάρ και είναι αξιόπιστος δείκτης καμενιάς.

- Ε, στελάν, τον βλέπεις τον τύπο που χει κολλήσει στο ηχείο;
- Ποιον ρε μαλάκα λες;
- Εκείνον τον κουμπωμένο τον ζέο.
- Ποιον ρε, εκείνον με το πρεζόγυαλο;

(από doodoon, 16/04/11)(από doodoon, 16/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέλευση: Σύντμηση της λέξης «ζελατίνα».

Είναι η ζελατίνα-περιτύλιγμα ενός πακέτου τσιγάρων ή και η φαρμακευτική ζελατίνα που είναι αεροστεγής. Η συντομογραφία αυτή χρησιμοποιείται σε συζητήσεις μεταξύ χρηστών κάνναβης, αλλά και ναρκωτικών. Η ζέλα χρησιμοποιείται για να αποθηκεύει / καβατζώσει ο χρήστης το stuff του.

Πολύ συχνά τη συναντάμε και με το δεύτερο μέρος της κανονικής λέξης, δηλαδή ''τίνα''.

**Υπάρχει και δεύτερος ορισμός γι' αυτή τη λέξη σε κάποιες διαλέκτους και δεν έχει καμία σχέση με τη ζελατίνα. ΜΗΝ τολμήσει κανας μπινές και τον ανεβάσει.*

- Χώρισες τη φούντα;
- Ναι.
- Έχεις καμιά ζέλα να καβατζώσω τη δικιά μου;
- Όχι, πάρε χαρτί από το γραφείο για να το τυλίξεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified