Further tags

Ο φανταχτερός, ο γυαλιστερός, ο τριζάτος, ο πλουμιστός, ο υπερκυριλέ. Αυτός που με την εμφάνισή του «φυσάει». Το καρακιτσαριό δηλαδή.

Η λέξη δεν σημαίνει κάτι, προφ είναι ηχομημιτική, πιθανόν από το κλασικό περιπαικτικό σφύριγμα που κάνουμε όταν κάτι και καλά πολύ εντυπωσιακό εμφανιστεί μπροστά μας -σε συνδυασμό με τη λέξη κυριλέ. Η ορθογραφία παραλλάσσεται ανάλογα με τη το φαντασιακό του καθενός: φισφιριλέ, φυσφιριλέ, φυσφυριλέ.

Λέγεται για ανθρώπους, αντικείμενα, συμπεριφορές, καταστάσεις, χώρους, για τα πάντα όλα.

  1. Πολύ φυσφυριλέ το έκανες το σπίτι σου ρε συ Ρούλα, ούτε ο Σπύρος Σούλης στο «Άλλαξέ το» να σου τό 'φτιαξε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει το σούπερ ντούπερ, το άπιαστο, το τέλειο. Ο όρος καθιερώθηκε μάλλον από τον Νίκο Αλέφαντο, αλλά χρησιμοποιείται και εκτός αγωνιστικού χώρου, π.χ. «το ραλί του Άγγελου είναι πύραυλος, μάνα καημένη».

- Παίκτης σαν τον Ροναλντίνιο δεν υπάρχει άλλος αυτή τη στιγμή στον πλανήτη. Ο άνθρωπος είναι μάνα καημένη, ασύλληπτος!

- Καλά, μια Χαγιαμπούσαμας έπαιζε φώτα στα 220! Μας πέρασε σαν να ήμαστε σταματημένοι. Απίστευτο εργαλείο, μάνα καημένη, σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει ότι ήμαστε πολύ χάλια, τόσο ώστε να μας κλαίνε ακόμη και οι ρέγγες. Τώρα, γιατί οι ρέγγες και όχι κάποιο άλλο ψάρι, ή άλλο ζώο, ή πρόσωπο, είναι απορίας άξιον. Εικάζω ότι η επιλογή της ρέγγας οφείλεται στην εμφάνιση της αποξηραμένης (καπνιστής, λιαστής κ.λπ.) ρέγγας που λέγεται και τσίρος. Ο όρος τσίρος χρησιμοποιείται για τον πολύ αδύνατο άνθρωπο, τον λιπόσαρκο, αυτόν που είναι για λύπηση· επομένως όταν μας κλαίνε οι ρέγγες σημαίνει ότι έχουμε μεγάλο χάλι, πιάσαμε πάτο.

  1. Ρε, κλωτσοσκούφι βλέπουμε! Σέρνονται όλοι, είναι να τους κλαίν' οι ρέγγες.

  2. Έφυγε η Μερόπη με τον Αντώνη και τον παράτησαν μπουκάλα. Είναι να τον κλαίν' οι ρέγγες.

  3. Αν μας φέρουν προϊσταμένη την Ανθούλα είμαστε να μας κλαίν' οι ρέγγες.

Ρέγκες καπνιστές (από panos1962, 08/11/09)(από panos1962, 08/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που δηλώνει χάλια κατάσταση προσώπου, πράγματος, ή κατάστασης.

Προέρχεται από την περίπλοκη και πολυσχιδή μορφολογία του μουνιού. Ο καλλιγραφικός προσδιορισμός εντείνει την όποια περιπλοκότητα ακριβώς όπως συμβαίνει και με την καλλιγραφική γραφή, δεδομένης δε και της υγρής υφής (χύσια, ούρα, σάλια και άλλες σωματικές εκκρίσεις) που σε πολλές περιπτώσεις απαντούν στο μουνί, η κατάσταση περιπλέκεται ακόμη περισσότερο.

  1. - Ο Μήτσος σουτάρισε το καινούριο Alfa Romeo του μπαμπά του. Ευτυχώς δεν έπαθε τίποτα.
    - Το αμάξι;
    - Μουνί καλλιγραφίας έγινε. Πάει για απόσυρση.

  2. Ρε, τι γίνεται 'δω μέσα; Τ' άφησα τζιτζί και τα βρίσκω μουνί καλλιγραφίας!

  3. Δε φτάνει που μου βάφτηκε σαν την πουτάνα, την πήραν και τα κλάματα, άστα. Μουνί καλλιγραφίας έγινε! Τη λυπήθηκα την κακομοίρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε για να καυτηριάσουμε ακριβό αντρικό ντύσιμο σε όχι πολύ φανατικούς άντρες. Λέγεται και ως αυτοαναφορικό. Ετυμολογείται από τον Υβ Σαιν Λωράν ο οποίος υπήρξε γνωστή γκέισα· η σχέση του με τον Νουρέγιεφ ήταν θυελλώδης.

  1. Ω, με γεια το πουλόβερ! Ιβ Σεν Φλωράν είναι;

  2. Τι φοράει, ρε ο Ιβ Σεν Φλωράν;

  3. Πάρε τη γκέισα! Πού βρήκε λεφτά για Ιβ Σεν Φλωράν;

Yves Saint Laurent (από panos1962, 03/11/09)Αλέξανδρος Ιόλας (από panos1962, 03/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει «κάτσε καλά», αλλά χρησιμοποιείται κύρια ως επιθετικός προσδιορισμός πραγμάτων, προσώπων και καταστάσεων. Βλέπε και γαμάτο, τζαμάτο, μερακλαντάν κλπ.

  1. - Καλή η αφρικάνα;
    -Κατσεκαλάν! Δεν παίζεται.

  2. Τη Μαριώ δεν την πιάνει το μάτι σου, αλλά μου 'κανε κάτι κατσεκαλάν κλαρίνα, μου 'φυγε το κλαπέτο!

  3. Πήγαμε τριήμερο Ζαγοροχώρια, κατσεκαλάν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γκραν γαμάω τύπος. Ο κουλ τύπος με πολλές γνώσεις. Δε συμφέρει να του πας κόντρα, αφού θα βγει από πάνω ούτως ή άλλως! Πιο γενικά, έμπειρο χαρακτηρίζουμε οτιδήποτε αξίζει και είναι καλό, όμορφο. Ακόμα και γκόμενες!

  1. -Πήγα χθες και αγόρασα ένα πολύ έμπειρο κινητό! Πατάς έναν αισθητήρα και καταλαβαίνει αυτόματα τι θες να φας εκείνη τη στιγμή πιο πολύ! Γαμάτο;
    -Εεεε... όχι.

  2. Καθηγητής: Προσθέστε όλους τους αριθμούς από το 1 ως το 100.
    ...
    Γκάους: Κύριε το 'λυσα! Μας κάνει 5050!
    Κ: WTF;!;! Κιόλας;!! Τελέρε μεγάλε;
    Γκ: Αμέ, αφού μπλα μπλα 1+100=101 και 2+99=101 και 3+98=101 μπλα μπλα 50 ζεύγη αριθμών μπλα μπλά άρα 50*101=5050.
    Κ: Είσαι πολύ έμπειρος τελικά! Αϊτός είσαι;;

  3. -Καλά ε, το λίλιαν πολύ έμπειρο...
    -Ναι αλλά οι άλλοι την γαμάνε και εμείς μόνο κοιτάμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερμέγεθες ανδρικό γεννητικό όργανο.

Προφάνουσλυ ο όρος προέρχεται από το μοντέλο Hayabusa της Suzuki, που αποτελεί τη ναυαρχίδα της εν λόγω φίρμας με πάνω από 1300 cc.

  1. - Χθες με «τάισε» ο Μπάμπης.
    - Πώς ήταν;
    - Χαγιαπούτσα! Τι να σου λέω· δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου...

  2. Ρε συ, είδα το παπάρι του Άγγελου στα αποδυτήρια. Πω, ρε μαλάκα! Τι χαγιαπούτσας είναι αυτός;

Ναυ-αρχίδα (από panos1962, 28/10/09)Suzuki Hayabusa (από panos1962, 29/10/09)Χαγιαπούτσας (από panos1962, 30/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άπαιχτος, ο ασυναγώνιστος. Γκρηκλισμός από το άπαιχτος και την κατάληξη -able που δηλώνει στα αγγλικά ιδιότητα, π.χ. predictable σημαίνει προβλέψιμος από το predict (προβλέπω) και την κατάληξη -able, ή affordable=εφικτός κ.λπ.

Ανπαίκταμπλ ο τύπος. Ήξερε όλη τη βαθμολογία του καμπιονάτο!

Καλά, ο Σουμάχερ ανπαίκταμπλ. Τερμάτισε πρώτος με τη ρόδα φευγάτη!

Πήγαμε Λευκάδα φέτος. Ανπαίκταμπλ!

Δες και ανπαίζαπολ στο cySlang.com.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το Π.Ε. που χρησιμοποιείται στον στρατό για χαλασμένα όπλα, εξαρτήματα κλπ. Σημαίνει «Προς Επισκευήν». Χρησιμοποιείται όταν έχουμε περιέλθει σε κατάσταση διάλυσης, είτε από ψυχική είτε από σωματική ταλαιπωρία. Χρησιμοποιείται επίσης και με την κυριολεκτική σημασία του, π.χ. «Ο μαλάκας τράκαρε το καινούριο αμάξι του μπαμπά του και το 'βγαλε ΠΕ».

  1. Πώ ρε μαλάκα, από χθες βράδυ μετράω ανταλλακτικά. Βγήκα ΠΕ, σου λέω.

  2. Η γκόμενα δεν παίζεται, όλη νύχτα χθες μ' έβγαλε ΠΕ!

  3. Το γάμησε το αμάξι, όλο χειρόφρενα και σπινιαρίσματα, το' βγαλε ΠΕ.

Ferrari Enzo (από panos1962, 28/10/09)Ferrari Enzo ΠΕ (από panos1962, 28/10/09)

Πρβλ Π.Ε.Ε./ B.L.R.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified