Further tags

Κάτι είναι μούφα όταν είναι ψεύτικο ή φτιαχτό ή δεν είναι καλό.

  1. -Πω πω, μούφα το ντυσιματάκι της κοπελιάς ε;
    -Ναι. Μάλλον το πήγαινε για τρέντυ, αλλά δεν τα κατάφερε.

  2. -Πω πω, μούφα η ταινία.
    -Κρίμα τα λεφτά μας ρε...

  3. -Είναι πολύ μούφα η γκόμενα.
    -Ναι το παίζει και πολύ κάποια.

(από Galadriel, 02/03/09)(από Galadriel, 02/03/09)(από Galadriel, 02/03/09)Μούφα ενεργειακό βραχιόλι (από Vrastaman, 05/11/12)

Βλ. και μάπα, σότο, αντ. τίγκα, τέφα, μπέργκετ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άχρηστο στολίδι, η διακόσμηση, χρησιμοποιημένο υποτιμητικά αντί για «γλάστρα».

Διαδόθηκε από μια διαφήμιση του ΟΠΑΠ που είχε σκοπό να καταχωρίσει την λέξη ως καινούργια ορολογία στο ποδόσφαιρο.

(Προς τον διαιτητή) Σφύρα για το φάουλ ρε φιοριτούρα!!!! Στραβός είσαι;;;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο τσίλικος, ο φοβερός.

Πολύ βίαιο αυτό το cd.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνθρωπος ή αντικείμενο που χρησιμεύει για να τραβάει την προσοχή προς όφελος κάποιου άλλου αντικειμένου ή ανθρώπου, π.χ. ένα πολύ καλό κομμάτι σε μια βιτρίνα με σαβούρες.

- Κοίτα με τι γκομενάρα κυκλοφορεί αυτός ο τύπος! Και δεν του φαίνεται!
- Μπα, αδελφάρα είναι, την γκόμενα την έχει για κράχτη!

(από HODJAS, 27/05/10)(από GATZMAN, 29/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι περίπτωση λέμε όταν κάτι είναι εξαίρεση, αξιόλογο, ξεχωριστό. Μεταφορικά όμως το λέμε όταν κάποιος είναι παλαβός, αλλού γι' αλλού. Αυτό τονίζεται πιο πολύ όταν λέμε περιπτωσάρα.

  1. - Εγώ είμαι περίπτωση... μπορώ να κοιμηθώ και ας έχω πιει 3 φλυτζάνια καφέ... -Σοβαρά; Απίστευτο!

  2. -Σήμερα θα βγω με τη Λένα, θες να έρθεις; -Τι λες ρε περίπτωση; Αφού έχουμε μαλώσει μ' αυτήνα, δεν το ξέρεις;

  3. - Χτες είδα πάλι το Δημήτρη. Τι μου 'λεγε πάλι χτες η περιπτωσάρα! Έπιασε την κουβέντα για εξωγήινους και ούφο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάτι αξίζει τα λεφτά του. Όταν κάποιος είναι ξηγημένος. Γενικότερα χαρακτηρισμός θετικός (μεταφορικά).

1 - Πω πω φίλε, ο τυπάς κάνει τρελά πάρτι με πολλά γκομενάκια...
- Σου τό' πα... Τίμιος!

  1. - Ευτυχώς με βοήθησε ο Γιώργος και πέρασα το μάθημα. - Τίμιος Μπακαλιός!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι εντελώς απίστευτο, κουφό, άκυρο, καμένο.

  1. Χάχαχα!! Ρε μαλάκα, δεν υπάρχει αυτό το ανέκδοτο που είπες!!

  2. Τι καμένη ταινία! Δεν υπάρχει, μιλάμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάτι μας ξενερώνει.

  1. - Παιδιά πάμε μετά για γλυκό; - Μπα... Ξενερουά...

  2. - Πώς ήταν η ταινία που είδες; - Τίποτα μωρέ... Ξενερουά λίγο αλλά εντάξει...

βλ. και αντισέξ, ντεκαβλέ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για αυτοκίνητα με κίνηση στους πίσω τροχούς ή για γκόμενα με μεγάλο και κουνιστό κώλο.

Τσέκαρε την πισωκούνα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τον συνδυασμό χυδαίο και χλιδή.

  1. Bλάχος νεόπλουτος που ζει μέσα σε υπερβολική, κιτσάτη πολυτέλεια.
  2. Πανάκριβο και κιτσάτο αντικείμενο.
  1. - Είδες σπίτι ο κυρ Μπάμπης;! Κέρδισε το Λόττο, κι έβαλε χρυσούς μπιντέδες και πισίνα με συντριβάνια! Άσε, πολύ χλιδαίος ο τύπος!

  2. - Μα τώρα, σοβαρά σκέφτεσαι να δώσεις 3000 ευρώ γι' αυτή την ρόδο-μπορντώ-κοκκινί γούνα με την χρυσή φόδρα! Είναι τόσο χλιδαία, έλεος!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified