Από τραγούδι της Ρίτας Σακελαρίου, σε στίχους Γιώργου Παυριανού και μουσική Νίκου Τερζή, που έχει ως εξής:
Έδωσα δέκα καφετιά
κι έκλεισα πρώτη θέση
στο Μέγαρο για μια βραδιά
να πάω όπου μ' αρέσει.
Είχα χτενίσει τα μαλλιά
και φόραγα τακούνια
κι ο παίδαρος απ' τα παλιά
χτύπησε τα κουδούνια.
Εγώ δεν πάω, δεν πάω Μέγαρο
θα μείνω με τον παίδαρο.
Έδωσα δέκα καφετιά
μα τώρα τα πετάω
στο Μέγαρο δεν θέλω πια
μονάχη μου να πάω.
Κι άμα θελήσω μουσική
πηγαίνω στο κρεβάτι
εγώ κι ο παίδαρος εκεί
ακούμε την Ενάτη.
Εξ ου και η έκφραση «την ακούει την Ενάτη» κατά το την τρίζει την όπισθεν. Το τραγούδι κυκλοφόρησε στις αρχές των '90ς, όταν ακόμα υπήρχαν καφετιά, και το Μέγαρο Μουσικής ήταν στα χάι του. Η έκφραση δηλώνει το δίλημμα μεταξύ κουλτούρα να φύγουμε αφενός, και χουχουλιάρικων καταστάσεων που από γουτσισμό μπορεί να εξελιχθούν και σε γαμιστερές καταστάσεις αφεδύο. Ασφαλώς, επικρατεί η δεύτερη λύση. Για ένα παρόμοιο δίλημμα βλ. σούσι ή τσιμπούσι;
Λίλιαν: Με κάλεσε ο Επαμεινώνδας, ξέρεις αυτός ο ευήλικος κύριος, που την έχει δει κάτι μεταξύ κούλτουρμαν και Αλμπέρ Γαμύ να πάμε στο Μέγαρο, αλλά την ίδια ώρα είχα κλείσει δείπνο σπίτι με τον Αρίστο. Οπότε λέω να του πω του γέρου: Εγώ δεν πάω, δεν πάω Μέγαρο, θα μείνω με τον παίδαρο!
Λάουρα: Τι; Είναι αποφασισμένο; Στον Αρίστο, σ' αυτόν τον νιούμπη θα δώσεις ό,τι πολυτιμότερο έχεις, την παρθενιά σου;
Λίλιαν: Θα δούμε, ή την μία ή την άλλη.