Μόριο που χρησιμοποιείται κατα την κλητική προσφώνηση (αντίστοιχο του αρχαίου ελληνικού ώ).
Ρε Σάκη, πάμε καμιά μπαρότσαρκα απόψε;
Ρε καραγκιόζη! Σε σένα μιλάω ρε!
Σου μιλάω ρε κούκλα, γιατί δεν απαντάς;
Μόριο που χρησιμοποιείται κατα την κλητική προσφώνηση (αντίστοιχο του αρχαίου ελληνικού ώ).
Ρε Σάκη, πάμε καμιά μπαρότσαρκα απόψε;
Ρε καραγκιόζη! Σε σένα μιλάω ρε!
Σου μιλάω ρε κούκλα, γιατί δεν απαντάς;
Got a better definition? Add it!
Ο δόλιος τύπος, αυτός που μόνο και μόνο εξαιτίας της φυσιογνωμίας του δεν εμπνέει καμία εμπιστοσύνη, ίσα-ίσα δημιουργεί υποψίες ότι είναι ικανός για ύπουλα καμώματα. Συνήθως πρόκειται περί ιδιαίτερα ήσυχου ατόμου. Πιθανόν να κοιτάει τον άλλον λοξά και όχι στα μάτια.
Ο όρος ισχύει για γυναίκες και άντρες.
-Πώς σου φάνηκε αυτός;
-Για ποντικομαμή τον κόβω.
Got a better definition? Add it!
Ο άνθρωπος που είναι ξινός, άκεφος, μίζερος, μονίμως ξενερωμένος, δεν έχει όρεξη για χαβαλέ, ούτε σηκώνει αστεία και μονίμως γκρινίαζει και βαριέται οτιδήποτε κι αν προτείνει η παρέα/φίλος.
-Κανένα μαγαζί δεν σου άρεσε, ότι και να κάνουμε γκρινιάζεις, αλλά μια πρόταση από σένα δεν ακούσαμε. Πολύ περίεργος είσαι...
-Άστον μωρέ τον ξινίλα. Λεμόνι είναι. Πάμε εμείς για ποτό.
Got a better definition? Add it!
Αυτός/αυτή που του/της έχει βγει ο κώλος (από τι άραγε). Χρησιμοποιείται μεταφορικά για να δηλώσει άτομο που δεν έχει τσίπα.
- Πήγα στην εφορεία και ήταν εκεί μια ξεκωλιάρα φόλα που έβαφε τα νύχια της και μας είχε να περιμένουμε είκοσι άτομα ουρά... Ούτε που την ένοιαζε που βλέπαμε τι κάνει.
Got a better definition? Add it!
Παλιά λέξη που δηλώνει πολύ άσχημη γυναίκα. Από την φόλα, το δηλητήριο.
- Τι φόλα αυτή η καινούργια!
- Έλα μωρέ, καλή κοπέλα είναι, τι να κάνουμε, δεν μπορεί να είναι όλες μουνάρες..
- Μπα, τι σ' έπιασε εσένα τώρα ; Δε νομίζω να την γουστάρεις;
- ...
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Αυτός που οδηγεί πολύ ανυπόμονα μέσα στην κίνηση, κολλάει στον μπροστινό του, μαρσάρει, σπινιάρει, βγαίνει δεξιά-αριστερά, ανάβει φώτα, κάνει τέλος πάντων ό,τι μπορεί για να αποδείξει ότι όλοι όφειλαν να βρίσκονται στο σπίτι τους ώστε να οδηγεί ελεύθερος στον δρόμο, μόνος. Αν όμως βρεθεί μόνος του δεν κάνει τίποτε απ' όλ' αυτά. Άρα είναι απλώς άλλος ένας τύπος που επιδιώκει την προσοχή μας με τον τρόπο του.
- Ποιος σου την έριξε εδώ; (δείχνει τον πίσω προφυλακτήρα)
- Μου είχε κολλήσει ένας καυλοτίμονος στην Σταδίου μες την κίνηση και για να του την σπάσω το κοκάλωσα, να πέσει πάνω μου και να με πληρώνει, το αρχίδι.
Βλέπε και ο φονέας των δρόμων, καυλόγκαζο, γκαζοφονιάς, χάρος
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται υποτιμητικά για να περιγράψουμε τους έχοντες επάγγελμα τον στρατό. Πιο συχνά για να περιγράψουμε τους επαγγελματίες οπλίτες (Επ.Οπ.) ή τους πενταετούς θητείας.
- Τι κάνει η άλλη; Την βλέπεις καθόλου;
- Άσε, από την στιγμή που έμπλεξε πάλι με τον καραβανά ούτε φωνή ούτε ακρόαση.
Βλ. και καραβανάδες.
Got a better definition? Add it!
Αναίσθητος, νεκρός. Στη φράση αφήνω σέκο, συνώνυμο του αφήνω στον τόπο. Μεταφορικά σημαίνει και εμβρόντητος.
- Πού 'ναι ρε ο Μήτσος, έχω να τον δω πάν' από μήνα.
- Ε δέν τά 'μαθες; Στην πορεία την πρωτομαγιά, την είπε σ' έναν κρυφολίτη χαφιέ, τον έδωσε ο άλλος στους δικούς του, πιάστηκαν στα χέρια, τον αρχίζουν με τα γκλόμπ, τον άφησαν σέκο, τα αρχίδια...
Got a better definition? Add it!
(α) Το πέος (β) Γυναίκα νεαρής ηλικίας και ερεθιστικής ένδυσης.
- Πρώτη ώρα θρησκευτικά. Κι'εκεί που περιμένουμε να δούμε την αγάμητη κυράτσα με τα κομποσκοίνια, σκάει ρε μαλάκα το τρελό ξανθό κ α υ λ ά κ ι !... Και σκέφτομαι: «Τα πάντα εν σοφία εποίησας ρε μπαγάσα».
- Τόσο ρε μαλάκα;
- Άσε ρε μαλάκα, μού'γινε το καυλί κατάρτι...
Got a better definition? Add it!