Ο άντρας που έχει εγκαταλείψει τελείως τις σεξουαλικές προτιμήσεις του και συνάπτει δεσμούς (σύντομους) με όποιο θηλυκό του κάτσει πρώτο.

- Καλά ρε είδες τη γκόμενα του Γιάννη;!
- Μα καλά, γκόμενα είναι αυτή ή φάλαινα;
- Χαχα δίκιο εχεις, ρε το σαβουρογαμιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σαβουρομπήχτης χαρακτηρίζεται αυτός που την βρίσκει να έχει σχέσεις με γυναίκες άσχημες ή όπως αλλιώς λέμε μπάζα, αν και είναι αρκετά όμορφος ή έστω συμπαθητικός.

Σύμφωνα με ορισμένους είναι άσχετος και δεν μπορεί να βρει όμορφες γυναίκες, παρόλο που είναι αρκετά όμορφος ή έστω συμπαθητικός, γι' αυτό καταφεύγει στα μπάζα και τελικά καταλήγει να τη βρίσκει μαζί τους.

Για αυτόν, το σκεπτικό για τις γυναίκες είναι: βυζιά έχει; κώλο έχει; τσιμπούκια
κάνει; Ε τότε μου κάνει ανεξαρτήτως εμφάνισης.

- Μα καλά, τι της βρίσκει, πώς το κυκλοφορεί αυτό το μπάζο; Τόσο μαλάκας είναι αυτός ο Γιάννης;
- Μαλάκας δεν είναι, σαβουρομπήχτης είναι, η ζωή βλέπεις, δεν βρίσκει καμιά όμορφη και κατέληξε να την βρίσκει με τα μπάζα, σ' το λέω εγώ που τον ξέρω καλύτερα από εσένα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη σαβούρα έχει στην αργκό δύο κυρίως σημασίες: «άσχημη γκόμενα» και «πτώση φαρδύπλατη στο έδαφος», πεζή ή από δίκυκλο. Σε τυπικά ελληνικά σημαίνει «έρμα» (πλοίου), «σκουπίδια, σωρός από αχρείαστα καλαμπαλίκια» και «ευτελούς αξίας και ποιότητας».

Η τρίτη αυτή σημασία, της «ευτέλειας» (απ' όπου και η σαβουρογκόμενα άλλωστε), είναι ίσως η πιο συνηθισμένη, και σίγουρα η πιο ενδιαφέρουσα συγκεκριμένα για την αργκό. Καταρχήν, η ευτέλεια μπορεί είναι οικονομικής, κοινωνικοπολιτικής ή πολιτιστικής φύσης, συνεπώς η σαβούρα περιγράφει πράγματα της κοινωνίας που συγγενεύουν με την ασχήμια, το περιθώριο, την αρρώστια, τη βρομιά, και έτσι τροφοδοτούν και στηρίζουν διάφορες μορφές υποκουλτούρας –πάνω κάτω δηλαδή, αυτό που οι αμερικάνοι αποκαλούν τρας (trash, δείτε και την τρασιά του Βράστα).

Το ακόμη πιο όμορφο μ' αυτήν –και το θέμα του παρόντος λήμματος– είναι ότι στην καθομιλουμένη, και ειδικά στην αργκό, συνδυάζεται πάρα πολύ εύκολα με ουσιαστικά και ρήματα ως πρώτο συνθετικό: σαβουρ- + -ο- (ενωτικό) + όνομα ή ρήμα. Η σύνθετη λέξη που σχηματίζεται διατηρεί τη βασική σημασία του δεύτερου συνθετικού, περιορισμένη όμως αποκλειστικά στο βαθμό που αυτή αναφέρεται σε «ευτελή αξία ή ποιότητα»: σαβουρογάμης, αυτός που γαμεί μεν, ευτελείς γκόμενες δε, σαβουροψήφης, αυτός που ψηφίζει μεν, ανάξιους πολιτικούς δε, και ούτω καθεξής.

«Η μεγάλη συνδυαστική ευχέρεια της λέξης σαβούρα στα ζώντα ελληνικά –κοινωνικές και πολιτισμικές προεκτάσεις», προσφέρεται ως θέμα διδακτορικής διατριβής διατμηματικού προγράμματος που συνδιοργανώνουν κορυφαία πανεπιστημιακά ιδρύματα της αλλοδαπής –θα τηρηθεί αυστηρή σειρά προτεραιότητας.

Ετυμολογικά

Η λέξη με τις τυπικές σημασίες της προέρχεται από το λατινικό saburra (ήδη ναυτικός όρος για το έρμα). Με τη σημασία της πτώσης, προέρχεται φαίνεται από τη σαβούρντα και το σαβουρντίζω, τα οποία ο Τριανταφυλλίδης ετυμολογεί από το τούρκικο savurd(i), τρίτο ενικό αόριστου του ρήματος savurmak (ο τέως, βήτα έκδοση, δεν το λημματογραφεί καν).

  1. Οπως σαβουρο-τρώμε, ετοιματζίδικα, προκάτ και ομοιόμορφα, έτσι σαβουρο-βριζόμαστε, με προκατεψυγμένες, ετοιματζίδικες, σελφ-σέρβις βρισιές. (από ισοπεδωτικό άρθρο της Α. Πολίτη στον τύπο, μ' ενδιαφέρον τουλάχιστον θέμα)

  2. Πέραν της διαπίστωσης [...] για την «ευκολία» της τηλεόρασης μετά από 8, 10 και 12 ώρες δουλειάς, με την οποία θα συμφωνήσω, θα πρόσθετα [...] πως και στην αγορά του βιβλίου υπάρχει πολύ πολύ μεγάλο ποσοστό σαβούρας. Μια σαβουρο-εκπομπή από ένα σαβουρο-βιβλίο δεν νομίζω πως έχει διαφορά. (από ιστολόι)

  3. Ρε πολύ καλή σαβουρο-ταινία για γέλιο....καλή φάση αλλα στυλ υποκουλτούρας για να γελάς οχι τπτ σοβαρό. (από συζήτηση σε φόρουμ πάνω στην ταινία «Αυστηρώς κατάλληλο» των Ρέππα και Παπαθανασίου)

  4. Επιχειρηματίες της νύχτας, εργολάβοι, εκβιαστές, χορεύτριες με σπαθιά, παντός είδους λαμόγια που μύρισαν χρήμα και έσπευσαν να βάλουν το δάχτυλο στο μέλι, είναι οι πρωταγωνιστές της πιο φαιάς πτυχής του σκανδάλου του Βατοπεδίου που μας απασχολεί μέρες τώρα [...]. Ενα DVD αρκεί για να γίνει η πολιτική, σαβουρο-πολιτική, ένα ακόμη «κύμα σκουπιδαριού», που κάνει να υποχωρήσουν δραματικά τα όρια αυτού που μπορεί να γίνει ανεκτό. Είναι ο καθρέφτης μας, λένε, που αντανακλά αυτό που αληθινά είμαστε. Στην πραγματικότητα είναι ο καθρέφτης της ισοπέδωσης, της κοινοτοπίας, του βαθμού μηδέν, που εξολοθρεύει περιεχόμενα και προθέσεις. (από άρθρο της Τ. Καραϊσκάκη στον τύπο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ὁ ψηφίζων σαβουροϋποψήφιο, πάντοτε κατὰ τὴν ὑποκειμενικὴν γνῶμιν τοῦ σχολιάζοντος.

Ἡ ἀναλογία μὲ τὸ σαβουρογάμης εἶναι πιστεύω προφανής.

- Ποιός τὸ ψηφίζει αὐτὸ τὰ σούργελο, ρέ;
- Καὶ ὅμως φίλτατε, ὑπάρχουν πολλοὶ σαβουροψήφηδες.

(Στιχομυθία γενομένη παρουσίᾳ μου, τὸ βράδυ τῆς 4/10/09, ἐπὶ τῇ θέᾳ τῶν ὀπισθίων ἀτυχεστάτης γνωστῆς Εὐρωβουλευτοῦ καὶ πρώην ὑπουργοῦ, εὑρεθείσης παρὰ τῷ (τῇ στιγμῇ ἐκείνῃ ἀκόμη) Πρωθυπουργῷ, εἰς τὸ Ζάππειον).

Σαβουρουποψήφιος (από GATZMAN, 07/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι αποκαλούνται τα αγόρια που έχουν την εξής αρχή: «δε βαριέσαι όποια μας κάτσει»! Κοινώς αυτοί που την πέφτουν σε όλες!

-Χτες γνωρίστηκα με ένα παιδί που, από ό,τι φάνηκε, πέθαινε για μένα, Μιχάλη τον λένε νομίζω τον ξέρεις ε;
-Ποιόν αυτό το σαβουρογάμη; ναι, ναι, τον ξέρω... ό,τι είναι θηλυκό και περπατάει της την έχει πέσει!!!

Πώς είναι ο Carembeu; Ε, καμία σχέση! (από Hank, 01/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που γαμάει (ή νομίζει ότι γαμάει) ό,τι κινείται. Από το «γαμάει σαβούρα».

- Καλή, ετσ';
- Άντε ρε σαβουρογάμη...

(από BuBis, 31/05/09)

Και σαβουρομπήχτης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified