Further tags

Το πρότυπο ζωής που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο που δεν θέλει ευθύνες και γουστάρει μόνιμη χαλαρότητα.
Η μια λέξη κλειδί του προτύπου είναι η λούφα, με την έννοια της αποφυγής της εργασίας που, προκειμένου να επιτευχθεί, επιλέγονται τεχνικές που ακούν στο όνομα: μπαλάκι, αναρμοδιότητα, υποτιθέμενο πνίξιμο στη δουλειά, κλπ και η άλλη είναι η τούφα (ο ύπνος). Αρκετοί νεοέλληνες επιθυμούν έναν τέτοιο τρόπο ζωής, ενώ στο δημοσιοϋπαλληλικό βίο θεωρείται standard. Όσοι δημόσιοι υπάλληλοι προέρχονται από ιδιωτικό τομέα είναι συνήθως ασύμβατοι με το πρότυπο και πήζουν μέχρι να έρθει το πλήρωμα του χρόνου για να γίνουν λούφεν τούφεν compatible.

- Μού 'λεγε ο Δημήτρης πως θέλει να συμμετάσχει στις προσεχείς εξετάσεις του ΑΣΕΠ για να διοριστεί στο δημόσιο γιατί γίνονται λέει στην εταιρεία που δουλεύετε μειώσεις προσωπικού. - Πίπες. Συνάδελφοι είμαστε. Ξέρω την κατάσταση από μέσα. Δεν γίνονται μειώσεις προσωπικού. Απλά ο Δημήτρης είναι γνωστός λούφεν τούφεν και με τις βλακείες που κάνει κινδυνεύει να απολυθεί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κλασική σημασία του όρου προέρχεται από τον όρο Video projector (βιντεοπροβολέας).
Το λήμμα όμως αυτό έχει τη σημασία του ανθρώπου που ασχολείται με πολλά έργα (projects) ταυτοχρόνως ή με κάποιον που είναι υπεύθυνος για αυτά. Μπορεί να λεχθεί με στόχο να επιβεβαιώσουμε ότι κάποιος ή εμείς πνιγόμαστε από τις πολλές παράλληλες ενασχολήσεις σε επαγγελματικά projects, αλλά και με στόχο να ειρωνευτούμε κάποιον που το παίζει πολυπράγμων χωρίς πραγματικά να είναι ή για κάποιον project manager (σε πολλά projects) που έχει όμως φορτώσει με πολλά μπαλάκια τους συνεργάτες του.

- Ρε εσύ, την άλλη φορά που θα πάμε για ούζα να πούμε και στον Κώστα.
- Πού να προλάβει; Θες η αντίληψή του, θες το φιλότιμό του, ό,τι project υπάρχει και δεν υπάρχει του τό 'χουν φορτώσει στο κεφάλι. Έχει καταντήσει προτζέκτορας.

Κουβαλάει τον πρώτο λέκτορα μπας και τον κάνουν προτζέκτορα (από GATZMAN, 16/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αλήτης. Χρησιμοποιήθηκε πάρα πολύ στις δεκαετίες '50-'60. Γνωστή λέξη και από ταινίες της εποχής (βλ. «Νόμος 4000», «Αναστασία», «Το κάθαρμα» κ.λ.π.)

Συνώνυμα: μπονιόνιος, χαραμοφάης, Κ.Π.Ε (κατασπατάληση πατρικού εισοδήματος), πρεζοκλεφτρόνι κ.α.

- Τί έγινε ρε συ;
- Τίποτις, ένας Τέντυ-μπόης γιαούρτωσε τον καθηγητή Σκορδομπούτσογλου...

Βλ. και τεντιμπόις

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη χημεία το pH αποτελεί μέτρο της οξύτητας ενός διαλύματος. Ουσίες με δείκτη μικρότερο του 7 χαρακτηρίζονται όξινες (π.χ: οξύ μπαταρίας, χυμός λεμονιού, ξύδι), με δείκτη 7 (π.χ: καθαρό νερό) ουδέτερες και με δείκτη μεγαλύτερο του 7 αλκαλικές (π.χ:σαπούνι, αίμα, θαλασσινό νερό).
Το συγκεκριμένο λήμμα σχετίζεται με τη γυναικεία θηλυκότητα. Στην περίπτωση αυτή το pH εκφράζει το μέτρο της γυναικείας θηλυκότητας. Έτσι όταν μιλάμε για ουδέτερο pH υπονοούμε πως μιλάμε για γυναίκα χωρίς θηλυκότητα, χωρίς ωστόσο να υπονοούμε ότι μιλάμε για λεσβία.

Κώστας: - Τι τύπος είναι η αδελφή της γυναίκας σου; Παίζει να γίνει κάνα κονέ;
Πέτρος (κολλητός του Κώστα):
- Άσ' τα φίλε, δεν κάνει. Ουδέτερο pH. Δε λέει η περίπτωση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Καλοντυμένος» κατά το σημερινό κυριλέ. Η περίεργη αυτή έκφραση, διαδεδομένη τις δεκαετίες 40 και 50, φέρει εξ ίσου περίεργη ετυμολογία: μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο η Ελλάδα είχε κατακλυστεί από Άγγλους στρατιώτες, τους οποίους οι τότε κουραδόμαγκες πείραζαν με σεξουαλικά υπονοούμενα στον δρόμο. Τα Εγγλεζάκια με κοντά παντελονάκια απαντούσαν «why don’t you drink my fart», εξ ου και ο εν λόγω νεολογισμός. Βλέπε και Μέγκλα.

Με το νέο σου κουστουμάκι είσαι και πολύ τρικ μάι φορ!

"I say, why dont you drink my fart old boy!" (από Vrastaman, 23/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαζός. Χαζοβιόλης, χοντροκέφαλος και αδέξιος - όλα μαζί.

Προέρχεται από τη λέξη baucco της Βενετσιάνικης διαλέκτου. Στα Βενετσιάνικα απαντάται και ως bauco και baucoto. Στα Ελληνικά έχει περάσει και ως μπαούτσος με παραφθορά της ορίτζιναλ προφοράς.

Καλά, είστε μπαούκοι μεγάλοι και οι δυο σας... Είναι ποτέ δυνατόν να χωρέσει κοτζάμ ντουλάπα από αυτή την πορτούλα... Πρέπει να την λύσετε... θα μου γκρεμίσετε το σπίτι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση η οποία δείχνει ότι κάποιος δεν ενδιαφέρεται, είναι επιπόλαιος ή αδιάφορος.

Συνδιάζεται και με την προσθήκη και απάνω τούρλα και γίνεται «ζαμάν φου και απάνω τούρλα».

- Ο Γιώργος αγόρασε σπίτι στο βουνό.
- Μα χρωστάει και της Μιχαλούς ...
- Καλά αυτός είναι ζαμάν φου.
- Ναι, ζαμάν φου και απάνω τούρλα!

Σάκης Μπουλάς, "Ζαμανφού". (από Hank, 10/02/09)

βλ. και ζαμανφού, ζεμανφουτίδης, ζαμανφουτίστας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πας μη Έλλην. Χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει αλλοδαπό, κυρίως Βαλκάνιο και Ανατολικοευρωπαίο, αλλά και Δυτικοασιάτη. Η λέξη αποτελεί εφεύρεση του Φουσέκη. Μπορεί να παραπέμψει και σε αλλοδαπές εγκληματικές μορφές. Μεγεθυντικό: ατζγκόνιαρος. Άκλιτο (πληθυντικός: οι ατζγκόνια).

- Καλά ρε μαλάκα Αλμπέρτο, γιατί λαχάνιασες;
- Ασ' τα! Μου την πέσανε κάτι ατζγκόνια για να μου κλέψουν το κινητό και τρέχω να τους ξεφύγω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ικανή να ξυπνήσει τις ορμές ενός άνδρα, με επίπεδο και φινέτσα.

Τι λες κι εσύ ρε Βασίλη, πολύ γαμησάμπλ η Πόπη, έτσι;

(από βουκεφάλας, 06/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη αρχικά σήμαινε αστυνομικό τμήμα ή απόσπασμα χωροφυλακής - αυτό σημαίνει και το τούρκικο karakol απ' το οποίο και προέρχεται (βλ. παράδειγμα 1).

Αργότερα, μετά το 1922, στα Ελληνικά σημαίνει και το αστυνομικό όργανο, τον χωροφύλακα - και ειδικά τον βλάκα, τυπολάτρη αλλά και βάναυσο μπάτσο (βλ. παράδειγμα 2).

Στην πιο συνηθισμένη σήμερα χρήση της λέξης καρακόλι εννοείται ο στρατονόμος και η στρατονομία γενικότερα (βλ. παράδειγμα 3).

Η λέξη χρησιμοποιείται και ειρωνικά για να δηλώσει κάποιον που εκτελεί διατεταγμένη υπηρεσία (βλ. παράδειγμα 4) ή και οποιαδήποτε μορφή παρεμβατικής εξουσίας (βλ. παράδειγμα 5).

Το κarakol στα τούρκικα προέρχεται από το kara + kol = μαύρο + χέρι. Μπρρρ ...

Έχουν προταθεί και άλλες ετυμολογίες της λέξης - από το βενετσιάνικο caraguol και το ισπανικό caracol που σημαίνουν σαλιγκάρι και από την μογγολική (!!!) λέξη caracole που είναι ένας στρατιωτικός σχηματισμός - αλλά μάλλον δεν ευσταθούν.

  1. Εκεί στο κέντρο του μαχαλά αυτουνού ήτανε και το καρακόλι ―ο αστυνομικός σταθμός. Τα βραδάκια ήβγαινε κι ηκαθούντανε ο κομισέρης, ο αστυνόμος, στην ευρύχωρη είσοδό του κι ηφουμάριζε τον ναργιλέ του συγκαταβατικά. (από το «Θυμάμαι τη Σμύρνη» του Ν. Καρστσωνάκη-Νάκη)

  2. Φαντάζομαι τη φάση: φοιτητής με κοτσίδα δίνει σε φίλο του μνήμη DDR2 σε αλουμινόχαρτο και εισπράττει 20 ευρώ. Τους παίρνει χαμπάρι η κυρά Ζηνοβία και στέλνει τα καρακόλια με μπαντιλίκια να συλλάβουνε τον πρεζέμπορα. Οι δε.. αδιάφθοροι σκάνε πυροβολώντας για εκφοβισμό και σπάνε κάνα δυό παρμπριζ, τη ζαρντινιέρα της κυρα Ζηνοβίας, τραυματίζουν και κανένα περαστικό για γούστο... (Από forum)

  3. καρακόλι εθελοντικά;;;; να κυνηγάς επόπ μετά απο ξενύχτια, χασικλίδες, ΡΠ και ότι άλλο θες αντί να πας να αράξεις σε κανα νησάκι να έχεις το κεφάλι σου ήσυχο;;; (από συζήτηση σε forum για τη στρατονομία)

  4. Κατόπιν τούτων, και δεδομένου ότι το τι έχει συμβεί με το θάνατο του διοικητή του ΙΚΑ, είναι μια υπόθεση που έχουν αναλάβει ο «αιδεσιμότατος» Κακαουνάκης, ο «ντετέκτιβ» Τράγκας και τα γνωστά «καρακόλια» τους, κάθε δική μας περαιτέρω ενασχόληση περιττεύει. (από τον «Ριζοσπάστη»)

  5. - Σύρμα, πλακώσανε τα καρακόλια ... - Ε; Τι;
    - Φύγε απ' αυτό το σάιτ ρε μαλάκα ... ανεβαίνει η μάνα σου και θα μας κάνει τσακωτούς ... κι άντε να της εξηγήσουμε μετά ότι για παλτό ψάχναμε και κατά λάθος μας προέκυψε αυτό το καμηλό.

Καρακόλια αυτοσχεδιάζουν (από poniroskylo, 07/07/08)(από Vrastaman, 26/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified