Further tags

Ο Μπω Μπρυμέλ (Μπο Μπρυμέλ, Μπω Μπρυμμέλ ή Μπω Μπρουμέλ ή Μπο Μπρουμέλ, ή Μπο Μπριμέλ, τέσπα ο Beau Brummell, ο ωραίος Μπράμελ που γαλλοποιήθηκε και γι' αυτό τον γνωρίζουμε ως Μπρυμέλ, 1778-1840), ήταν Άγγλος αυλικός, δανδής, κολλημένος με το ρούχο (έκανε, λέει η Βίκυ, πέντε ώρες για να ντυθεί), μόδιστρος, λάτρης των φουλαριών, των προ-γραβατών, αυτός που τέσπα οδήγησε, κατά την Βίκυ πάντα, την αντρική μόδα στο σημερινό κοστούμι με γραβάτα, παρόλο που ο ίδιος τα φαντάστηκε αρκετά πιο φραμπαλάτα τα πράματα. Πέθανε από σύφιλη (κλασικά), εξόριστος στη Γαλλία, καταχρεωμένος (κλασικά).

Το όνομά του έχει χρησιμοποιηθεί για εστιατόρια, κέντρα, ροκ μπάντα, η ζωή του έχει γίνει ταινία ουκ ολίγες φορές, μέχρι και όπερα. Στο ελλαδιστάν έχουμε το σικάτο εστιατόριο Beau Brummel στην Κηφισιά, φυσικά με ένα -l...

Το όνομά του συνδυάστηκε απόλυτα με την έννοια του δανδή. Λέμε λοιπόν Μπω Μπρυμέλ τον «ωραίο της παρέας» (όπως πρότεινε ο σλανγκονονός Μπούμπις), κάποιον δηλαδή πραγματικά ή δήθεν γόη, γαμίκο, δανδή, σωραίο, ποζερά.

Ο BuBis το πρότεινε «Μπο Μπρουμέλ», αλλά προτίμησα την παλιά γραφή (απλουστεύοντάς την κατά ένα -μ-), διότι μου κάνει πολύ πιο τσ-ξςςςς!... έτσι.

  1. Πω πω τι Μπω Μπρυμέλ έχεις γίνει ρε πστ! Δυο ώρες στέκεσαι σα χάνος μπροστά από την ανοιγμένη ντουλάπα και πάλι γκρινιάζεις ότι δεν έχεις τι να φορέσεις; Δεν μας τα είχες πει αυτά όταν σε γνώρισα... Άντε πάμε να φύγουμε, πάλι τελευταίοι θα φτάσουμε... Δεν τα καταλαβαίνω αυτά τα πράγματα... Θες να κάνουμε εμφάνιση, ε, αυτό είναι; Θα έχει εκεί τίποτα νόστιμες;

  2. Έλα, κάνε τώρα ένα search για Τσοχατζόπουλος Μπρούμελ και συμπλήρωσε το λήμμα. Ο Τσοχατζό ήταν χρόνια γνωστός ως «ο ωραίος Μπρούμελ του συγκροτήματος». Φαντάζομαι ότι σου διέφυγε...
    (ΠΜ που μου έστειλε ο Πονηρός μόλις έβγαλα το λήμμα στο κλαρί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Σοφτ» (εκ του αγγλ. soft= απαλός, μαλακός), χαρακτηρίζουμε έναν άνθρωπο μαλθακό, μη σκληραγωγημένο, που δεν έχει καν συναντήσει δυσκολίες στη ζωή του ή τις έχει ξεπεράσει αβρόχοις ποσί και ωσεκτούτου έχει όλα τα χαρακτηριστικά του φλώρου.

Στον αθλητισμό και ειδικά στα ομαδικά σπορ, ο σοφτ παίχτης είναι επιφυλακτικός, μη τσαμπουκαλεμένος, δεν βάζει τα πόδια του στη φωτιά από φόβο μη τραυματίσει εαυτόν ή αντίπαλο και μαρκάρει με τα μάτια, γι΄αυτό και σπάει τα νεύρα των οπαδών της ομάδας του. Παράδειγμα σοφτ ποδοσφαιριστή με αέρινες κινήσεις είναι ο ολλανδός Αριέν-τιτίκα-Ρομπέν.

Το λήμμα όμως μπορεί να προσδιορίζει και άλλα ουσιαστικά, όπως μια κινηματογραφική υπερπαραγωγή, οπότε καταλαβαίνουμε ότι η τσόντα που διαλέξαμε βγήκε μάπα και πρέπει να περιμένουμε τουλάχιστο 75 λεπτά με τον πέοντα στο χέρι προκειμένου ν΄ατενίσουμε φευγαλέα λίγο βυζί.

  1. Πάλι από απόσταση ασφαλείας μαρκάρει ο Βενετίδης. Δεν έχω δει πιο σοφτ αμυντικό, μήπως πάει για το βραβείο fair play της χρονιάς;

  2. Ο χωρισμός του με το Λίλιαν ήταν τόσο σοφτ, που το Λίλιαν του γνώρισε καινούρια γκόμενα την άλλη μέρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια ακόμη πιο κουλέζικη λέξη για να περιγράψει τον φλώρο ή φλωρούμπα, την φλωρεντία (ενδεχομένως και περιπτωσιοποιήσεις του, όπως ο ιστιοφλώρος και ο κουκουλοφλώρος). Λόγω θηλυκού γένους και σχέσης με ζαχαροπλαστική, τείνει να περιγράψει και φλώρους που την μαρμελαδώνουνε την ζύμη.

Πώς έφτασε η πάστα φλόρα να σημαίνει τον φλωρούμπα;

Ως προς την ετυμολογία της πάστα-φλόρας, υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες ετυμολογιών. Σύμφωνα με την πρώτη, πρόκειται για την πάστα, που έφτιαξε κάποια Φλώρα. Σύμφωνα με την δεύτερη, πάστα φλόρα στην πραγματικότητα είναι η pasta frolla, που σημαίνει shortcrust pastry ή ζύμη ζαχαροπλαστικής ή έστω ζύμη για τάρτες. Κατά το Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής:

«Η πάστα φλόρα είναι γλύκισμα που παρασκευάζεται με ζύμη ζαχαροπλαστικής, η οποία στρώνεται σε ταψί, καλύπτεται με ένα στρώμα μαρμελάδας και διακοσμείται με λεπτές λωρίδες από την ίδια ζύμη, που τοποθετούνται σταυρωτά έτσι ώστε να σχηματίζουν ρόμβους. [ιταλ. pasta frolla με μετάθ. του [r]].» (Δες το www.lexilogia.gr για την σχετική συζήτηση.)

Δεν έχει σχέση, λοιπόν, με λουλούδια στα λατινικά (προς μεγάλη μου απογοήτευση), ούτε με το πουλί φλώρος και ωσεκτουτού δεν υπάρχει κανένας λόγος να γράφεται με ωμέγα, αν δεν λανθάνει κάποιο ιδιοφυές σλανγκικό λογοπαίγνιο για τους φλώρους (όπως εδώ). Υπάρχει πάντως τουλάστιχον ένα βλόγιοναφιερωμένο στην πάρτη της.

Μια εναλλακτική άποψη έχει η Φρικούλα, που θεωρεί ότι η πάστα φλώρα προέρχεται από το μάστα φλώρα, και σημαίνει τον Μέγα Μάγιστρο του φλωροσιναφιού.

Θα προσθέταμε ότι παραπέμπει πιθανόν σε φλώρο που αποτελεί παστάκι για μεγαλύτερους σύντεκνους.

Τέλος, η έκφραση έχει μείνει περίφημη από τον ρόλο που έπαιξε η Μαίρη Αρώνη στο Μια Τρελή Οικογένεια, οπότε μπορεί να περιγράψει την γυναίκα που της μοιάζει έχοντας τουπέ, όντας κυριολεκτικά μεγαλωμένη με γαλλικά και πιάνο, αλλά παραμένοντας Ελλεεινίδα θείτσα. Ή έναν αντίστοιχο πάστα φλώρο, αν μπορούμε να φανταστούμε έναν φλώρο- θείτσο.

Ασίστ: Σχόλιο του the tongue στο λήμμα φλώρος / φλωρούμπας.

Επειδή το μυαλό των φλώρων παρομοιάζεται συχνά με ένα άδειο βαρέλι, γεμάτο με πάστα, οι φλώρο-μάστερς αυτο(;)αποκαλούνται «πάστερς». Ο ανώτατος πάστερ-φλώρος χρίζεται «πάστα 'da masta' φλώρα» από την Μετωπική Ένωση Φλώρων.

Από την Φρικηπαίδεια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το τουρκικό pezevenk ο μαστρωπός , ο παλιάνθρωπος.

«Αν είσαι κι αν δεν είσαι του δήμαρχου παιδί
του δήμαρχου παιδί, ω, ω
εγώ θα σε φιλήσω κι ας κάμω φυλακή
Τα ριάλια, ριάλια, ριάλια
τα σελίνια μονά και διπλά
τα μονόλιρα, πεντόλιρα και πού 'ντα
ο μπεζεβέγγης που τα 'χει στη πούγγα, ω, ω»

Μιχάλης Βιολάρης

(από northwind, 12/08/09)Τα Ριάλια, Μιχάλης Βιολάρης (από Khan, 12/08/09)

Βλ. και πεζεβέγκης, το οποίο είναι ταιριάζει με την άποψη περί γραφής της λέξης από το γλωσσάρι, ππεζεβένγκης (ο).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τζιεμπικός (GMP-ικός): Από το GMP (Good Manufacturing Practice).

Έτσι χαρακτηρίζεται οτιδήποτε καλύπτει με ασφάλεια τα συγκεκριμένα κριτήρια που έχουμε δώσει.

Με λίγα λόγια είναι GMP compliant.

- Είδες την νέα αναλύτρια;
- Tζιεμπικό μωρό μεγάλε μου.

- Απόψε παίζει παρτάκι στου Αποστόλη του engineer, θα έρθεις;
- Πάντα κάνει τζιεμπικές καταστάσεις ο Τόλης. Μέσα είμαι.

(από northwind, 12/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα βιμάνας (ενικ. το βιμάνα) έγιναν γνωστά στο ευρύ κοινό από τις λιακούρειες μεταφυσικές εκπομπές, σύμφωνα με τις οποίες αποτελούσαν ιπτάμενα μεταφορικά μέσα που χρησιμοποιούσαν οι ΕΛ για τα υπερπόντια και διαπλανητικά ταξίδια τους.

Η μέθοδος προώθησης των βιμάνας ήταν η τεχνική της «αντι-βαρύτητας», που βασιζόταν σε ένα σύστημα «μιας φυγόκεντρης δύναμης αρκετά ισχυρής ώστε να αντιδρά στη βαρυτική έλξη».

Λεπτομερή στοιχεία για τη κατασκευή και λειτουργία των βιμάνας υπάρχουν σε αρχαία ινδικά έπη και μπορεί κανείς να τα βρει σε μπλογκ όπως αυτό, που αναφέρει ακόμη ότι «Τα αρχαία ινδικά έπη περιγράφουν ένα βιμάνα ως διώροφο, κυκλικό αεροσκάφος με παραφωτίδες και θόλο, όπως θα φανταζόμαστε σήμερα έναν ιπτάμενο δίσκο. Πετούσε με την ταχύτητα του αέρα και άφηνε έναν ήχο μελωδίας. Υπήρξαν τουλάχιστον τέσσερις διαφορετικοί τύποι βιμάνας και τα αρχαία ινδικά κείμενα που τα περιγράφουν είναι τόσο πολυάριθμα, που θα έπαιρνε μεγάλους όγκους βιβλίων για να γραφτούν ό,τι αναφέρεται σε αυτά.»

Σλανγκικά, ο όρος «βιμάνας» μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως συνώνυμο του ούφο, για κάποιον δηλαδή που είναι εκτός πραγματικότητας και λέει πράγματα που δεν γίνονται ή δεν στέκουν.

- Ο φετινός Θρύλος έχει τα φόντα να φτάσει στους 4 του Τζάμπιος Λιγκ.
- Τελέρε βιμάνα.

βιμάνα σε τοιχογραφία (από allivegp, 16/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το ιγγιπόπειο άσμα ασμάτων.

Φυσικά χαρακτηρίζει γκόμενα σκυλί, μαύρο σκυλί.

- Γιώργη, κόψε δεξιά, τη μελαχρινή, την ωχαμάννα!!
- Αχαχούχαααα, ρε Μάνο πόσο έχεις να σμπρώξεις; now i wanna be your dog.
- Μμμ;;;;
- Τι μουου... ρε προστύχειο, «όλα τα ζα πούλησα, μα η σκύλα δεν πουλιέται», ό,τι νά 'ναι...

Iggy Pop, I wanna be your dog (από Khan, 17/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη γύφτικη γλώσσα, μπαλαμός αποκαλείται πας μη γύφτος, δηλαδή ο λευκός ή ξεθωριασμένος.

Ο ΜΠΑΛΑΜΟΣ

Μουσική: Διονύσης Τσακνής
Στίχοι: Μάρκος Βαμβακάρης

Δεν έχω τόπο, δεν έχω ελπίδα, δε θα με χάσει καμιά πατρίδα και με τα χέρια μου και την καρδιά μου φτιάχνω τσαντίρια στα όνειρά μου

Νάις μπαλαμό, νάις μπαλαμό και το λουμνό τ'αφεντικό νάγια δόμλες ατzέι μπαλαμό

Και τα γκανίκια μας όταν χορεύουν, με χασταρώματα που σε μαγεύουν, κουνάνε σώματα και τα πιτέ τους, μέσα σε κλείνουνε στις αγκαλιές τους.

Νάις μπαλαμό, νάις μπαλαμό, και το λουμνό τ'αφεντικό νάγια δόμλες ατzέι μπαλαμό

στα ισπανικά (από jesus, 16/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο Πινόκιο είναι ένα ξύλινο ανθρωπάκι, δημιούργημα του ξυλουργού Τζεπέτο. Το όνομά του προέρχεται από το πινέζα (pin) και μάτι (occhio, στα ιταλικά). Ο Πινόκιο είχε μια μακριά μύτη που όταν έλεγε ένα ψέμμα, μεγάλωνε περισσότερο. Πολλές φορές, αναγκαζόταν να πει ένα νέο ψέμμα για να καλύψει ένα προηγούμενο και τότε η μύτη του μεγάλωνε τόσο, που μπορούσε να χωθεί ανάμεσα στα βυζιά της συνομιλήτριας του. Σύντομα, το όνομα του Πινόκιο, έγινε συνώνυμο του ψεύτη.

Ο Πορνόκιο, που αποτελεί και το λήμμα μας, είναι όποιος ψεύδεται περί των ερωτικών επιτυχιών και των σεξουαλικών κατορθωμάτων του, δηλαδή ο ψεύτης του σεξ.

— Σου είπε ο Καυλαγόρας για το μαραθώνιο σεξ που έκανε όλη νύχτα με μια τύπισσα που έβγαλε στο μπαρ;
— Ναι, μόνο που η τύπισσα έφυγε από το μπαρ με άλλον όταν ο Καυλαγόρας είχε πάει να ξεπαρκάρει.
— Α τον Πορνόκιο!

o ορίτζιναλ Πινόκιο (από allivegp, 20/08/09)πες μου ψέμματα, Πινόκιο! (από BuBis, 21/08/09)Πεσ\'το ψέματα... (από MXΣ, 31/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό shrinky, είναι αυτός που μιλάει σαν ψυχίατρος με ύφος ψυχαναλυτικού ξερόλα, η αρσενική (ή και θηλυκή) γιαλόμα, αυτός που το ξηγάει το όνειρο (βλ. λήμμα). Στα αγγλικά, ο όρος shrink για να δηλώσει τον ψυχίατρο, προκύπτει από το head-shrinker (απ' το 1950) δηλαδή αυτός που γυρίζει / λυγίζει (to shrink) το κεφάλι, και μαρτυρείται από το 1966. Γαλλιστί ψι.

Καυλαγόρας: Από όταν άρχισε να πηγαίνει στις διαλέξεις του Βέλτσου, η Λάουρα έχει αρχίσει να μιλάει με ύφος σαράντα σρίνκηδων!
Πεοσθένης: Δηλαδής;
Κ.: Να, προχτές μου έλεγε ότι η προσπάθειά μου να ορθογραφώ τέλεια τις λέξεις κρύβει μια θέλησή μου για πατροκτονία του πατέρα μου, του Γεωργίου Ζάκκου.
Π.: Τι μας λες; Φοβερή ψαγμενιά!
Κ.: Ναι, και μου λέει ότι στον allivegp προσπαθώ να βρω τον ορθογράφο πατέρα που μου είχε πάντοτε λείψει στα παιδικά μου χρόνια.
Π.: Και καλά πού τον γνώρισε τον Βέλτσο η Καυλάουρα;
Κ.: Σ' ἔνα μπαρᾶκι στῆν Μίκωνο. Λαῖει ὄτι εἴναι γοητευτικῶς τὰ μᾶλα!
Π.: Μάλλον δεν έχεις ξεπεράσει την πατρική φιγούρα.
Κ.: Καὶ σύ σρίνκης τέκνον Πεόσθενες;

Ο ορίτζιναλ σρίνκης (από Khan, 23/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified