Ο μαστουρωμένος, συνήθως από βρομά, ή και ο μεθυσμένος.
- Άσε μαλάκα, τρεις μέρες κλασμένος ήμουν από το πάρτυ!
Ο μαστουρωμένος, συνήθως από βρομά, ή και ο μεθυσμένος.
- Άσε μαλάκα, τρεις μέρες κλασμένος ήμουν από το πάρτυ!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτός που το παίζει το πιο γερό ποτήρι. Σε παραλληλία με το τρελάκιας.
Πιέτε ποτά ρεεε... α ρε ποτάκηδες...
Got a better definition? Add it!
Published
Ο μαστούρης ή μεθύστακας. Μεταφορικά, αυτός που λέει ή κάνει παλαβομάρες, ή που είναι εθισμένος με κάτι.
Ρε καμένε πάλι στον υπολογιστή είσαι; Βγες λίγο!
- «Ροζ δελφίνια πετάνε στο έδαφος της αμφιβολίας».
- Τι λέει πάλι ο καμένος;
Got a better definition? Add it!
Συνθηματικό για τα υπνωτικά χάπια hypnostedon, χρησιμοποιούμενο από λάτρεις του σπορ.
Τεμπελχανάς, πολύ αργός τύπος.
- Πήγα Ομόνοια και πήρα 5 ύπνους.
- Ωραίοος.
- Άντε ρε ύπνε φέρε αυτές τις κούτες να τελειώνουμε, μια ώρα κάθεσαι και τις κοιτάς.
Got a better definition? Add it!
Άτομο που έχει καεί από τα ναρκωτικά κυρίως. Επίσης το χρησιμοποιούμε και για άτομα που τα σπάνε στο πάρτυ.
Έλα μωρή καΐλα.
Καλά ο Μπάμπης είναι μεγάλη καΐλα... Άκουσα ότι έβαλε χρυσά ρουθούνια...
Got a better definition? Add it!
Τρακαδόρος τσιγάρων.
- Αυτός καπνίζει μάρκα «Απόλλων».
Σχετικό: τράκα
Got a better definition? Add it!
Ονομάζεται ο μεθυσμένος ως «χεσμένος απ' το αλκοόλ».
Πάλι ξέρναγες χθες το βράδι βρε χεζμεντέν!
Got a better definition? Add it!
Όπως και το φουγάρο δείχνει το άτομο που καπνίζει παρα πολύ.
Δεν τον αντέχω τον καινούργιο συνάδελφο στο γραφείο. Καπνίζει σαν τσιμινιέρα και μυρίζει όλος ο χώρος.
Βλ. και Τούρκος.
Got a better definition? Add it!
Published
Ο άνθρωπος που καπνίζει υπερβολικά πολύ.
Μου είπε ο γιατρός πως πρέπει να σταματήσω να καπνίζω σα φουγάρο και να ξεκινήσω γυμναστική αν θέλω να βελτιώσω τη φυσική μου κατάσταση.
Βλ. και Τούρκος, τσιμινιέρα.
Got a better definition? Add it!
Published
Ο μεθυσμένος.
Πήγα τις προάλλες στο μπάρ με τον Σταύρο, αλλά δεν το σηκώνει το ποτό ο καημένος. Στα 3 ποτήρια είχε γίνει στουπί.
Got a better definition? Add it!
Published