Σκληροτράχηλος, ανθεκτικός στις κακουχίες. Κυριολεκτικά, φαντάρος του Λόχου Ορεινών Καταδρομών (ΛΟΚ).
- Είδες τη γιαγιά; Βρέχει, χιονίζει στη Λαϊκή και κουβαλάει δέκα κιλά πράμα. Δεν καταλαβαίνει Χριστό. Λοκατζής σκέτος.
Σκληροτράχηλος, ανθεκτικός στις κακουχίες. Κυριολεκτικά, φαντάρος του Λόχου Ορεινών Καταδρομών (ΛΟΚ).
- Είδες τη γιαγιά; Βρέχει, χιονίζει στη Λαϊκή και κουβαλάει δέκα κιλά πράμα. Δεν καταλαβαίνει Χριστό. Λοκατζής σκέτος.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μάυρος είναι ο αξιωματικός που είναι στρατόκαυλος ή ρίχτης, τα θέλει όλα προβλεπόμενα και διατάζει όλο ασκήσεις και επιθεωρήσεις.
Επίσης μαύρο είναι το τάγμα που βρίσκεται σε πρώτη γραμμή, όπου υποχρεωτικά ισχύουν τα παραπάνω.
- Ξέρεις ο Μάλεσης πού μετατέθηκε; - Άσε, έμαθα σε ένα μαύρο τάγμα στη Ρόδο. Χάλια περνάει.
- Ο διοικητής μας μπορεί να είναι χυμείο, αλλά ο λοχαγός άσε καλύτερα. Μαύρος. Κάθε μέρα στην αναφορά μοιράζει φυλακές.
Got a better definition? Add it!
Ο άνθρωπος που πάντα τα καταφέρνει να βάλει σε μπελάδες άλλους (αλλά και τον εαυτό του ταυτόχρονα) με την γκαντεμιά του και την κακοτυχία του.
Επίσης μπορεί να χαρακτηριστεί το άτομο που δεν καταφέρνει να κάνει κάτι απλό ή να αποφύγει κάτι που του έχει λεπτομερώς επισημανθεί να αποφύγει, με αποτέλεσμα να αναποδογυριστεί το σύμπαν!!!
Ο χαρακτηρισμός αυτός επέρχεται για να αποφευχθούν άλλοι βαρύτεροι, π.χ. μαλάκας. Συνήθως συναντάται στον στρατό αυτή η έκφραση και προπάντων σε νέες σειρές...
Got a better definition? Add it!
Ο ασφαλίτης συνθηματικά. Ο αστυνομικός.
- Πολλοί λίτες υπάρχουν μετά την διαδήλωση στα γύρω στενά.
Got a better definition? Add it!
Ο αξιωματικός του Ελληνικού στρατού. Ονομάζεται έτσι επειδή είναι παντελώς ανάξιος και ανίκανος για οποιαδήποτε δουλειά και τα φορτώνει όλα στους φαντάρους.
- Περίμενε λίγο, στις 3 φεύγουν οι αναξιωματικοί και θα χαλαρώσουμε λίγο.
- Πρόχεχε σ' αυτή τη μονάδα, άμα βλέπεις αναξιωματικό θα χαιρετάς, αλλιώς θα φας καμπάνα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Got a better definition? Add it!
Ο φαντάρος που κάνει λιγότερους μήνες από το κανονικό.
- Καλά πόσο γιωτάς είσαι;
- Ποιος μιλάει ρε, το γιωτάμηνο ο εννιαμηνίτης!
Got a better definition? Add it!
Ο φαντάρος που μπαίνει τρεις ΕΣΣΟ μετά τον φαντάρο, για τον οποίο είναι γιόκας, π.χ. αν ο ένας μπει με τη Γ' ΕΣΣΟ ο γιόκας είναι αυτός που θα μπει με την ΣΤ' ΕΣΣΟ.
Ήρθε ο γιόκας! Τώρα θα έχω ευθύνες, πρέπει να αγοράσω πάνες και μπιμπερά! Όποιος τον πειράξει θα τον φάω!
ΕΣΣΟ: Εκπαιδευτική Σειρά Στρατευσίμων Οπλιτών.
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified