Το αποδώ - αποκεί στα κατσικοχώρια.
-Αποδώθενες είν' η αδερφή μ' η Σύρμω κι αποκείθενες η μπατζανακ'ς μου η Λάμπρους.
Το αποδώ - αποκεί στα κατσικοχώρια.
-Αποδώθενες είν' η αδερφή μ' η Σύρμω κι αποκείθενες η μπατζανακ'ς μου η Λάμπρους.
Got a better definition? Add it!
Ευθεία, κατ' ευθείαν.
Από το τούρκικο επίρρημα dogru που σημαίνει ακριβώς το ίδιο.
Παλαιότερα εχρησιμοποιείτο πολύ συχνά.
Το είχαμε μάλιστα σλανγκοποιήσει, δίνοντάς του και παραθετικά!
Ντουγρού - ντουγρούτερον - ντουγρούτατον!
- Παρακαλώ πού βρίσκεται ένα φαρμακείο;
- Ίσα μπροστά σου, ντουγρού.
- Ωχ μωρέ κι εσύ! ντουγρού στου λύκου το στόμα πήγες;
- Πού είναι το μπακάλικο;
- Ντουγρού μπροστά σου.
- Δεν το βλέπω... (δεν κοιτάζει ευθεία μπροστά του)
- Ντουγρούτερον λέμε!
Got a better definition? Add it!
Ως επίρρημα: (α) τέλεια, πολύ καλά. Συνώνυμα: γαμάτα, μπόμπα, σούπερ, τζάμι, τζιτζί, φίνα. (β) (επιτατικό) πολύ, εντελώς. Συνώνυμα: κάργα, φουλ. Χρησιμοποιείται και ως επίθετο (βλέπε γαμάτος).
Συντάσσεται είτε ως κατηγορούμενο, είτε συνηθέστερα με το ουσιαστικό έναρθρο, στον πληθυντικό και σε αιτιατική: (και) γαμώ τους/τις/τα <ουσ. σε πληθ.>. Συγκεκριμένα, η κανονική σύνταξη <επίθ.> + <ουσ.> αποφεύγεται.
(απο συνέντευξη του Evnus, εδώ)
Την τελευταία φορά που πέρασα και γαμώ ήταν ένα πρωί που είχα πάρει ένα τόξο με βεντούζα και σημάδευα σκατόφατσες [...] στην τηλεόραση.
(από το διαδίκτυο)
Πρέπει να ομολογήσω ότι ο τύπος είναι και γαμώ τα άτομα. Παρ' όλο που έχασε την πτήση από το Λονδίνο και έφτασε στις 1 μετά τα μεσάνυχτα, βγήκε στην σκηνή [...] και έδωσε και γαμώ τις συναυλίες.
(από το διαδίκτυο)
Αυτό πρέπει να το πω. Οι Γερμανίδες είναι και γαμώ τις γκόμενες. Σταμάτα να είσαι Στάθης Ψάλτης και να τις σκέφτεσαι με σαντάλι και ξεπλυμένο σορτς. Ντυμένες κανονικά είναι φα-ντα-στι-κές. Και γδυμένες ακόμη περισσότερο.
Got a better definition? Add it!
Το εδωχάμου είναι το εδώ. Στην Καλαμάτα το λένε συχνά, όπως και το εφτού ή εφτουχάμου, δηλ. εκεί.
Αντί να πεις «τι μας λες τώρα;», λες «τι είναι αυτά που λες εδωχάμου;».
Got a better definition? Add it!