Selected tags

Further tags

Εκ του béton armé, του οπλισμένου σκυροδέματος, το οποίο εντάσσεται (μάλλον αδοκίμως προς το παρόν) στο ελληνικό κλιτικό σύστημα ως μπετό, προκύπτει ως αρσενικό ουσιαστικό και το μπετός, ο. Μπορεί να σημάνει το μπετόν γενικά, αλλά κυρίως σημαίνει ό,τι και ο μπετόβλακας, δηλαδή αυτόν που έχει ηλιθιότητα συμπαγή σαν μπετόν, αυτόν που είναι στούρνος, τούβλο.

  1. Ακολουθείς την νύχτα της Ευρώπης. Μην είσαι μπετός. Ξημερώνει Αφρική! (Εδώ).

  2. Αν ο άλλος είναι μπετός, είναι απλά μπετός. (Εδώ).

  3. Για να μην σπαμάρουμε το νημα με βλακειες κοιτα τα pm σου. Γιατι τελικα εισαι μπετος του μπετου. (Εδώ).

Καθώς σημαίνει ό,τι και το μπετόν, μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί και σε μεταφορές. Λ.χ. στο ιδίωμα των μποντιμπιλντεράδων, να σημάνει το μπιλντέρι που έχει πολύ συμπαγές σώμα, ή μία τροφή που δεν έχει καθόλου μα καθόλου σαβούρα ή αλεύρι, ή που δεν έχει καλή διαλυτότητα.

ειδικά η κρεατίνη έχει πολύ καλή διαλυτότητα σε σχέση με κάτι τύπου Gaspari που είναι μπετός. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εννοούμε τα λεφτά.Συνήθως το λένε οι οικοδόμοι. Παράδειγμα.Μάστορα κάνα μπικικίνι θα πάρουμε σήμερα?

Got a better definition? Add it!

Published

Έτσι λένε οι οικοδόμοι το τζάμι σε κάποιο παράθυρο ή ακόμα και το ίδιο το παράθυρο ή το τζάμι της μπαλκονόπορτας.

-Πολύ τζαμιλίκι γύρω γύρω... Για να μπαίνει το φως ε;

Got a better definition? Add it!

Published

Η αλλιώς τουβλέτα. Tούβλο από το ίδιο υλικό όπως και τα κοινά τούβλα με τρύπες, έχει όμως μεγαλύτερες διαστάσεις και ορθογωνικής διατομής τρύπες. Υπάρχει σε διάφορα μεγέθη με κενές τρύπες αλλά και τρύπες γιομάτες πολυστερίνη για καλύτερη μόνωση.

Θα το χτίσω με τουβλίνες/τουβλέτες το δώμα, πιο εύκολο, περίσσεψαν από όταν φτιάχναμε κάτι στο σπίτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τελευταία σειρά από τούβλα σε ένα τοίχο, τοποθετημένη λοξά κι όχι οριζόντια όπως οι υπόλοιπες σειρές. Το σφήνωμα είναι απολύτως απαραίτητο σε κάθε τοιχοποιία και χωρίς αυτό ο τοίχος θα έχει δραματικά χαλαρή ή καθόλου σύνδεση με το δοκάρι.

-Ούτε κοτέτσι δε χτίζουμε χωρίς σφήνωμα να του πεις του εγκληματία, θα πέσουν οι τοίχοι και θα σας πλακώσουν.

σφήνωμα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ετοιμάζω ένα χαρμάνι αναμειγνύοντας το "με το χέρι" κι όχι με τη μπετονιέρα.

-Όσο εμείς σπάμε το χαρμάνι κυρά-Μαρία εσύ ψήσε τα καφεδάκια. Ντάξει;

Got a better definition? Add it!

Published

Ο γερανός που τοποθετείται σε φορτηγό ακριβώς πίσω από την καμπίνα του οδηγού, χρησιμοποιείται για οικοδομικές και άλλες εργασίες. Το ονόμασαν έτσι μάλλον γιατί η άκρη του (ο γάτζος) με λίγη φαντασία θυμίζει τη μύτη του συμπαθούς πτηνού. Χρησιμοποιείτε για εργασίες και στο σιδηρόδρομο από ότι παρατήρησε ο γράφοντας. Άγνωστο αν το λένε έτσι εκτός από τους οικοδόμους και εργάτες και άλλων κλάδων.

Πήρα ένα φορτηγό, με παπαγάλο, μεταχειρισμένο, από Γερμανία, μιλάμε για σκυλί...

unimog με παπαγάλο φορτηγά με παπαγαλάκια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην αργκό των οικοδόμων έτσι λέγεται ο διακόπτης με δύο ή τρία κουμπιά που το κάθε από αυτά ανοίγει μία διαφορετική σειρά από φώτα στον ίδιο χώρο ή διπλανούς χώρους. Ετυμολογείται από το γαλλικό commutateur που σημαίνει το διακόπτη γενικότερα.

-Αλλάξαμε τα κομιτατέρ κάτω γιατί δεν ανάβανε όλες οι λάμπες στα πατάρια.

κομιτατέρ με τρία κουμπιάκομιτατέρ με τρία κουμπιά κομιτατέρ με δύο κουμπιά σε vintage στυλκομιτατέρ με δύο κουμπιά σε vintage στυλ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λένε οι οικοδόμοι το πτυσσόμενο ξύλινο μέτρο. Ετυμολογείτε το πιθανότερο από το ιταλικό passeto που σημαίνει το μικρό βήμα και το pes μια ρωμαϊκή μονάδα μήκους, που αντιστοιχεί περίπου με ένα πόδι (foot). Αν και υπάρχουν και πλαστικά πτυσσόμενα μέτρα ο οικοδόμος ο σωστός έχει αποκλειστικά ξύλινο, όπως ο υδραυλικός ο σωστός χρησιμοποιεί στις σωληνώσεις καννάβι και σάλιο αντί του φλώρικου τεφλόν...

-Μαστρομήτσο πιάσε το πάσετο.

πάσετο

Got a better definition? Add it!

Published

Στην αργό των οικοδόμων είναι το ειδικού τύπου φορτηγό, όπου είναι κατάλληλα κατασκευασμένο για τη μεταφορά μπετό από το εργοστάσιο παρασκευής έτοιμου μπετό μέχρι και την οικοδομή ή το εργοτάξιο. Ετυμολογείτε από το ιταλικό: barella.

- Μαστρό-Τρύφωνα τι ώρα θα 'ρθει η βαρέλα; Έχουμε και σπίτια!

βαρέλες

Got a better definition? Add it!

Published