Κουφός, κουφάλογο, βαρήκοος.

- Θα 'ρθεις;
- Ε;
- Θα 'ρθεις λέω;
- Ε;
- Είσαι λίγο κουφοτσόγκας, ε;
- Ε;

Κουφάλογο. (από Galadriel, 23/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο νεαρός συνήθως σε ηλικία που δηλώνει αναρχικός και πηγαίνει στις πορείες με μόνο σκοπό να ξεκινήσει ή να πάρει μέρος σε επεισόδια.

Συνήθως δεν έχει πολιτική συνείδηση, αλλά μονάχα μένος προς την αστυνομία και προς οποιονδήποτε θεσμό. Εμφανίζεται και χτυπάει μόνο στις μεγάλες πορείες ενώ σε άλλες εκδηλώσεις και συγκεντρώσεις (που δεν υπάρχει περίπτωση επεισοδίων) είναι άφαντος. Γνωστοί και ως μπαχαλάκηδες, και χαοτικοί.

- Κοίτα να δεις που θα γίνει σκηνικό, έχουν μαζευτεί πολλοί μπάχαλοι και μυρίζουν βενζίνη από τα 10 μέτρα. Ελπίζω να μην μας τρέχουν πάλι τα ΜΑΤ για μερικούς θερμόαιμους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται κυρίως ως χαρακτηρισμός ανθρώπου ανάξιου λόγου, τιποτένιου. Πολλές φορές όμως προσδίδεται κατά τη διάρκεια της ερωτικής πράξης.

  1. - Γαμώ τον διευθυντή μου τον μαλάκα, κωλοσφούγγι μ' έχει καταντήσει για 600 ευρώ το μήνα...!

  2. - Πάρτα, κωλοσφούγγι! Θέλεις κι άλλο μωρή άρρωστη;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τύπος χωμένος στο μουνί της γκόμενας μέχρι το λαιμό. Αλλιώς και σκαλτσόνας ή πεϊνιρλής.

-Πάμε στο galea σήμερα να βρούμε κανα μουνί;
-Όχι, δεν μπορώ απόψε. Θα είμαι με την Βαρβάρα.
-Ε είσαι και πολύ τυρόπιτας!

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που λέει σώτα, δηλαδή πράγματα που δεν είναι σωστά ή είναι ψέματα.

- Από τον Νίκο το άκουσες; Καλά αγνόησέ το. Αυτός είναι μεγάλος Σωτήρης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που σημαίνει βαρεμάρα, πρήξιμο, ενόχληση κτλ. Συνήθως αναφέρεται σε μια υποχρεωτική διαδικασία.

-Πωπω ρε φίλε, αυτό το δίωρο έκθεσης με σκοτώνει.
-Μεγάλο τσουρέκι ρε συ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων χαίτη. Η λέξη προέρχεται από τη γνωστή φυλή, ινδοευρωπαϊκής προέλευσης, της Μικράς Ασίας. Παραμένει άγνωστο αν πρόκειται απλά για ένα λογοπαίγνιο ή για εναν σαφή συσχετισμό, λόγω του «χαιτικού» κουρέματος των πολεμιστών.

-Ήμασταν πριν λίγο με τον Τάσο στο ουφάδικο και ποιος έσκασε μύτη; Ο Μάρκος!
-Ποιος Μάρκος ρε μαν;
-Έλα ρε, εκείνος ο χαιταίος, που έχει ένα 50άρι, με την κομμένη την εξάτμιση....

Χαιτέος Χεττέος. (από Khan, 03/04/11)

Λέξεις για τη χαίτη: (μαλλί-)λασπωτήρας, μάλετ, μουλέτι, χαιτικό

Σε άλλες γλώσσες: mullet (αγγλικά), nuque longue (γαλλικά), Vokuhila (γερμανικά), svenskerhår (δανέζικα), czeski piłkarz (πολωνικά), hockeyfrilla (σουηδικά), takatukka (φινλανδικά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αύτος που το κούρεμά του χαρακτηρίζεται απο το μακρύτερο των τριχών του σβέρκου. Πρόκειται για τον γνωστό κάγκουρα ή κάβουρα αφού κυρίως οι νέοι αυτού του στυλ έχουν αντίστοιχα κουρέματα. Είναι κυρίως προσβλητικός όρος.

Κοίτα αυτούς τους χετταίους που αράζουν με τα glx!

(από Khan, 01/02/14)

Λέξεις για τη χαίτη: (μαλλί-)λασπωτήρας, μάλετ, μουλέτι, χαιτικό

Σε άλλες γλώσσες: mullet (αγγλικά), nuque longue (γαλλικά), Vokuhila (γερμανικά), svenskerhår (δανέζικα), czeski piłkarz (πολωνικά), hockeyfrilla (σουηδικά), takatukka (φινλανδικά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο cool, αυτός που είναι άνετος, χαλαρός.

Πω, ρε φίλε είσαι πολύ κουλ με αυτό το γυαλί... Θα πέσουν οι γκόμενες σαν φύλλα.

(από Khan, 29/04/14)

Σχετικά: αού, κούλαρε, κουλαριστά, κουλέζικα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν ξέρω τι σημασία έχει, αλλά το άκουγα από έναν σουρωμένο εργάτη πριν καμιά εικοσαριά χρόνια στον σταθμό Λαρίσης.

(Πέρναγε ο Διευθυντής του τελωνείου και του πετάει ο τύπος:)
- Γεια σου ρε κλαστέ!

Πιθανόν η συγκεκριμένη λέξη να σημαίνει κλασάτος, υψηλόβαθμος, αφου απευθυνόταν σε Διευθυντή.
Από: Big Daddy
την: 20/02/08

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified