Παράτα με, άσε με ήσυχο.
- Που λες ο Αντώνης...
- Όχου, χέσε μας μωρή κολλημένη με τον Αντώνη πια!
Παράτα με, άσε με ήσυχο.
- Που λες ο Αντώνης...
- Όχου, χέσε μας μωρή κολλημένη με τον Αντώνη πια!
Got a better definition? Add it!
Καθημερινή έκφραση που έμεινε στην ιστορία από το ομότιτλο βιβλίο του Χρόνη Μίσσιου.
Το λέμε τσαντισμένοι σε κάποιον σκυθρωπό και με ύφος εκατό καρδιναλίων συνάνθρωπό μας, ταξιτζή, δημόσιο υπάλληλο, όργανο της τάξης, κλπ.
Το λέμε όμως και γελώντας σε κάποιον που πειράχτηκε από ένα αστείο μας, μπας και τον συνεφέρουμε και σκάσει πάλι χαμόγελο, αντί να του πούμε «Παρεξηγήθηκες; τσίμπα ένα αρχίδι!» κλπ
- ...
- Τι έπαθες τώρα; Παρεξηγήθηκες;
- ...
- Άντε μωρέ, πλάκα σού 'κανα! Δεν το κατάλαβες;
- ...
- Καλά ντε, χαμογέλα ρε λίγο, τι σου ζητάνε;
- ...
Got a better definition? Add it!
Δεν σημαίνει ακριβώς «μη μασάς» ή «μην τσιμπάς», καθότι είναι ήδη αργά: το έχουμε ήδη τσιμπήσει το δόλωμα. Σημαίνει: «αφού τσίμπησες σα μαλάκας, φέρσου έξυπνα, κατάπιε τον μεζέ και φτύσ΄τ' αγκίστρι, να μη σε έχουν για τελείως μαλάκα...».
Got a better definition? Add it!
Όταν κάποιος είναι πολύ όμορφος, έξυπνος κτλ, θεωρείται γρουσουζιά να τον επαινούμε γιατί προκαλείται ο φθόνος των πονηρών πνευμάτων μεταφυσικών ή ανθρώπινων, και συνηθίζεται η πρόληψη να τον φτύνουμε για να αποτρέψουμε το κακό μάτι.
Εν προκειμένω, συνηθίζεται σλανγκικώς να εκμεταλλευόμαστε αυτήν την συνήθεια και για να ειρωνευτούμε κάποιον που δεν είναι άξιος ματιάσματος (δηλ. είναι άσχημος, άχαρος, μπουνταλάς) και να τον φτύσουμε κι από πάνω, με ροχάλα εν ανάγκη. Επιπλέον «ματιάξω» αντί «ματιάσω» για ακόμη περισσότερη σλανγκ. Επίσης «αβασχάνω» από την «βασκανία» = το μάτιασμα.
- Γεια σου ρε κάγκουρα! Φοβερή εμφάνιση! Χοοοοοοοοοϊκ (παρασκευή ροχάλας στις φαρυγγολαρυγγικές κοιλότητες), φτου σου, φτου σου να μην σε ματιάξω.
Σχετικά: φτύνομαι / φτου μου, φτου μου, καθρεφτύνομαι,
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μαγικό ξόρκι που χρησιμοποιούσαμε στο δημοτικό όταν παίζαμε κρυφτό και αμέσως ελευθερώνονταν όλοι οι φυλακισμένοι. Όταν έφτανες στο σημείου που φύλαγε ο αντίπαλος, έφτυνες δείχνοντας έτσι την αποστροφή σου στο πρόσωπό του και ο τελευταίος έπρεπε να πει «φτου ξελευθερία για όλους» ώστε να ελευθερώσει, σαν άλλη διάσωση του στρατιώτη Ράιαν, τους πιασμένους στο παιχνίδι.
Φτου ξελευθερία για όλουυυυυυυυυυς!!! Πάλι καλά που είμαι εγώ και σας ελευθέρωσα παιδιά! Νίκο.. ξαναφυλάς!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μεταφορικά σημαίνει την επερχόμενη βύθιση, το ναυάγιο όσον αφορά κυρίως στο οικονομικό.
Χρησιμοποιείται, βέβαια, και στον αισθηματικό τομέα, π.χ. όταν μια σχέση ή ένας γάμος οδεύει ολοταχώς προς διάλυση. Τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιείται κατά κόρον και στα δημοσιονομικά της Ελλάδας.
Ο Χατζημήτσος βάρεσε κανόνι. Τα λεφτά που μας χρωστάει θα τα πάρουμε του αγίου πούτσου. Πάμε για φούντο!
- Τα 'μαθες; Ο Απόστολος και η Γεωργία πάνε για φούντο.
- Ε, τι περίμενες; Αυτός είναι πουτσοκέφαλος κι αυτή τον παίρνει απ' όλες τις μπάντες. Πώς θα κάναν προκοπή;
- Πάλι μας βάλαν στην επιτήρηση οι Αλμούνηδες.
- Τι περίμενες, αφού πάμε για φούντο!
Got a better definition? Add it!
Φράση που λέμε όταν κάποιος δείχνει σε κάποιον άλλο, με τρόπο ανάγλυφο και αδιαμφισβήτητο, ότι έχει άδικο. Η ετυμολογία της φράσης είναι μάλλον προφανής, καθώς σημαίνει ότι κάποιος «βοηθάει» τον άλλο να δει τα πράγματα πιο σωστά, πιο καθαρά.
- Είδες τη συζήτηση στη βουλή; Ο Γιώργος τα είπε ωραία.
- Ναι, αλλά ο Βαγγέλης, στο τέλος, του φόρεσε τα γυαλιά.
Ο γενικός μας έριξε κάτι πουστριλίκια το πρωί, αλλά ο Αντώνης έφερε όλα τα παραστατικά, που ο ίδιος είχε υπογράψει, και του φόρεσε τα γυαλιά.
Got a better definition? Add it!
Απαξιωτικός ορισμός για κάποιον, ή λίγο πριν το κλωτσομπουνίδι σε καβγά. Σημαίνει «προσπάθησε να μην εκνευριστείς με τον μαλάκα» ή «κοίτα τον μαλάκα!».
Αυτό όμως προϊδεάζει τον ακούοντα ότι ο λέγοντας χαρακτηρίζει κάποιον (τον ταμπελιάζει μαθές) και ΨΙΛΟσυφιλιάζει τον ακούοντα, διότι δεν του δίνει την δυνατότητα να «φάει» τον μαλάκα από μόνος του και κατ' επέκταση να κρίνει αφεαυτού τον μαλάκα.
- Για κοίτα στην τηλεόρασή, ο/η (βάλτε όποιον θέλετε διότι όσοι βγαίνουν στο γυαλί) ... - Ναι, για κοίτα, ΦΑΤΕ ΕΝΑ ΜΑΛΑΚΑ ΡΕ!
Βλέπε και τρώω.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μας το λένε όταν, παρόλο που ξέρουμε κάποιον απ' έξω κι ανακατωτά (κυρίως επειδή τον ξέρουμε πολλά χρόνια), του λέμε / κάνουμε κάτι τόσο διάφωνο με τον χαρακτήρα του, τις ιδέες του, τη συμπεριφορά του κλπ. λες και τον περνάμε για κάποιον άλλον.
- Ξεκόλλα ρε συ, τά 'πες μια, τά 'πες δυο, σώνει!
- Μα του εξηγώ τόσες ώρες και δεν νιώθει!
- Τι να νιώσει ρε μαλάκα, αφού το άτομο είναι αλλού, τώρα τον γνώρισες;
- Αγάπη μου, σου έχω ένα δώρο.
(η αγάπη το ανοίγει και φρικάρει):
- Ρε Στέλιο, αφού δεν φοράω κοσμήματα... τι το πήρες αυτό;
- Μα νόμιζα...
- Τι νόμιζες... Τώρα με γνώρισες;;;
Got a better definition? Add it!
Κλασικότατη καθημερινή έκφραση αποδοκιμασίας ή αγανάκτησης. Σα να λέμε τα πιάσαμε τα λεφτά μας, δέσαμε μούτσο, όλα του γάμου δύσκολα κι η νύφη τραβεστί και δεν συμμαζεύεται.
Got a better definition? Add it!