Στα καλιαρντά καπνολεκές σημαίνει μουντζούρα, αλλά μπενάβω καπνολεκέδες σημαίνει κουτσομπολεύω, κάνω κους κους, με την έννοια λέω βρωμιές.
Στα καλιαρντά καπνολεκές σημαίνει μουντζούρα, αλλά μπενάβω καπνολεκέδες σημαίνει κουτσομπολεύω, κάνω κους κους, με την έννοια λέω βρωμιές.
Got a better definition? Add it!
Καλιαρντή λέξη εκ των λέξεων της ρομανί džal, džala, džal-tar που σημαίνουν φεύγω. Τζαστικό σημαίνει φευγιό, φυγή, διώξιμο και λέγεται συνήθως ως αβέλω τζαστικό δηλαδή φεύγω, παίρνω δρόμο, την κάνω, την κανά.
Got a better definition? Add it!
Καλιαρντή λέξη εκ των λίγδα και μπερντές, που σημαίνει τον πολύ φτωχό. Η λίγδα ετυμολογείται από το αρχαίο λίγδην = με τριβή, ακροθιγώς, εκ της ινδοευρωπαϊκής ρίζας (s)leig- που έχει ένα φάσμα σημασιών σχετικών με το γλοιώδες, το αηδιαστικό και το ολισθηρό. Για τη λίγδα στο σλανγκρ βλ. λιγδοκοκόρετσο, λιγδοκώλης, λιγδοτάγαρο, λιγδοτάμπαρο.
Ενώ ο λαός, λιγδομπερντές, δικελοσβουριασμένος, ατζινάβωτος και αναιμιάρης συνεχώς στο ανεμοτζάσιμο και στη γκοντάχαλη, αβέλει διακόνα στο μπερντέ και έχει πέσει στην αχαλού και στο γυρωδιακονιάρισμα.
Got a better definition? Add it!
Στα καλιαρντά είναι η ζάλη και δη η ερωτική ζάλη, εκ του δικέλω (=βλέπω < dikhel στη ρομανί) και του σβούρα. Δηλαδή φάση η όρασή μου γίνεται σβούρα,
είμαι δικελοσβουριασμένος.
Μόλις τον είδα τον γκούρμπαντο, έπαθα μια δικελόσβουρα άλλο πράμα!
Got a better definition? Add it!
Καλιαρντή λέξη που σημαίνει εις το επανιδείν, au revoir γαλλιστί, στο ξαναντάμωμα, καλώς να ξαναειδωθούμε. Προκύπτει από το λατσός = όμορφος < lačho της ρομανί με την ίδια σημασία, και του δικέλω = βλέπω < dikhel της ρομανί με την ίδια σημασία. Επομένως, σημαίνει κατ' ακρίβεια όμορφα να ξαναειδωθούμε. Συχνά μπαίνει μπροστά το ούψα που ο Ηλίας Πετρόπουλος το έχει αγνώστου ετύμου και σημαίνει γεια. Είναι δηλαδή πάγια έκφραση ούψα και στο λατσοδίκελμα. Ασφαλώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί και επιθετικά σε φάση άντε γεια.
Got a better definition? Add it!
Το ξενυχτάδικο στα καλιαρντά, όπου συχνάζουν αγλαρότεκνα, αγλαροπουροί και αγλαρογκόμενες. Ο Ηλίας Πετρόπουλος το ετυμολογεί από το στερητικό α- και το γλαρώνω.
Καλέ Μαρίνα πού είσαι, γαμώ το μπελά σου. Είμαι στη μαρίνα, φοράω εφαρμοστό κοντό μπλουζάκι, έχω τη σκύλα στα χέρια, ανταύγεια στο μαλλί κι αγόρασα κι λίγο νταμί για το δρόμο, άσε που φάγαμε τα μουνιά μας με μία μούτζα από τη Τερψιθέα, αν αργήσεις να κάτσω σε κάνα αγλαρόκεντρο να περιμένω, αλλά φοβάμαι μη μου τη πέσει κάνα βαβαρότεκνο, εδώ στο Πειραιά ο δορκάκης πάει σύννεφο, το λοιπόν, γράφω εδώ στην Αθηνά μπας κι το δεις αυτή την εφταζουρνού κι κανονίσουμε. Κοίτα μη μού 'ρθεις με ισμίρ-πατσούλ, σε θέλω φρέσκια και γεμάτη κλέβα. (Αποκατέ).
Καλέ, αφού άβελε γύρες με τα αγλαροπουρά στα αγλαρόκεντρα και άβελε διακόνα στο μπερντέ, τι περίμενες; (Αποκατέ).
Got a better definition? Add it!
Η φυλακή στα καλιαρντά. Ο Ηλίας Πετρόπουλος το συσχετίζει με το χάψη εκ του τουρκικού hapis με την ίδια σημασία.
ο γαβαλας στην χουμση φωτο και σε επισκεψη το πρωην πελατολογουαζ του.... (Αποκατέ).
Got a better definition? Add it!