Λέξη πιθανότατα βενετικής προελεύσεως, με λατινική όμως ρίζα [λατ. gubernum, «κυβέρνηση»] περιγράφει την κρατική εξουσία, την πολιτεία που διατηρεί το μονοπώλιο άσκησης νόμιμης βίας, στα όρια της συντεταγμένης πολιτείας.

Συνήθως χρησιμοποιείται με ειρωνική ή αρνητική χροιά και αναφορά στην εκάστοτε κυβέρνηση.

  1. Άρθρο εφημερίδας: Η Eurobank «βγάζει δόντια» στο... γκουβέρνο
    Ίσως μία από τις πιο... «γαργαλιστικές» των τελευταίων ετών, με αυτά που λέει αρκούντως… διπλωματικά, ήταν η συνέντευξη του εικονιζόμενου κ. Νίκου Καραμούζη στον «Ελεύθερο Τύπο» της Κυριακής. Απαντώντας στις ερωτήσεις των συναδέλφων, ο αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος της EFG Εurobank… «έσφαξε άγρια, αλλά με το βαμβάκι».

  2. Είναι έξαλλοι, επειδή πιστεύουν, και σωστά, ότι αυτοί έφτιαξαν το γκουβέρνο, αυτοί το στήριξαν, από Μικρασία έως Ουκρανία, και το γκουβέρνο που αποτελείται από τους ίδιους, τους πούλησε. Δεν κατάλαβαν ότι δεν υπάρχει γκουβέρνο στην Ελλάδα. Υπάρχουν μόνον κομπραδόροι που γουστάρουν την κατάστασή τους. Μιά κερασιά, φορτωμένη τριάντα κιλά κεράσι γιά φίλημα, ακόμη κι άν ο μεγαλύτερος αγύρτης το πουλήσει είκοσι ευρώ το κιλό, παράγει όσο ένα λεπτό δουλειάς ενός ημιπολυτελούς άνκορμαν. Αλλού είναι τα λεφτά, τελεσιδίκως.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραφθορά του εκκλησιαστικού όρου «Παναγιώτατος», αναφερόμενη σε εξτρεμιστή ιερέα της ορθόδοξης εκκλησίας, ο οποίος απειλεί με τον λόγο του και τη στάση του αντίχριστους, προδότες, κουλτουριάρηδες, ομοφυλόφιλους και γενικά όποιον έχει γνώμη και άποψη διαφορετική από την δική του και της επίσημης εκκλησίας.

Πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε για τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Παντελεήμονα το 1992, λόγω του εξτρεμισμού του λόγου του.

(χωρίς παράδειγμα)

Ο Παναγιώτατος Άνθιμος Θεσσαλονίκης. Στο 3:52. (από patsis, 06/09/11)Ο Παναγριότατος Σαρουμάνθιμος απειλεί "θα γίνει της Μόρντορ". (από Khan, 12/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified