Χρησιμοποιείται, στην διάλεκτο των ναρκωτικών, όταν το stuff δεν είναι καλό.
-Χάλια η ζα (ηρωίνη), δεν την άκουσα καθόλου, κιούσπα θα ήταν.
-Kιούσπα το χόρτο (χασίσι), από κάνα νεκροταφείο θα το έμασαν.
Χρησιμοποιείται, στην διάλεκτο των ναρκωτικών, όταν το stuff δεν είναι καλό.
-Χάλια η ζα (ηρωίνη), δεν την άκουσα καθόλου, κιούσπα θα ήταν.
-Kιούσπα το χόρτο (χασίσι), από κάνα νεκροταφείο θα το έμασαν.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που επιθυμεί πολύ ναρκωτική κυρίως ουσία. Το βιομηχανικό τσιγάρο ή το προερχόμενο από άλλου είδους ζαρζαβατικά.
Προέρχεται από το τούρκικο harman, που είναι η έλλειψη τσιγάρου, το χαρμάνιασμα.
Ρήμα: χαρμανιάζω.
«Χαρμάνης είμαι απ΄το πρωί πάω για να φουμάρω...» (το λέει και το song)
Ρε συ πάμε για ένα τσιγάρο, χαρμάνιασα τόση ώρα.
Got a better definition? Add it!