Έτσι λέγεται ο άντρας που την πέφτει στις γυναίκες, που είναι γενικά ενεργητικός, που δεν μασάει. Οι πράξεις του αυτές, λέγονται ματσκαριλίκια.

Κατά την Παρδαλή Λέξη, ματσκάς είναι στα αντιχασιώτικα ο θηριώδης άντρας.

  1. - Ήρθε ο Γιώργος ο ματσκάς, τον πούστη χθες βράδυ σε 5 κορίτσια κόλλησε μέσα σε 20 λεπτά!

  2. - Βγήκαμε χθες με τον Γιώργο κι άρχισε τα ματσκαριλίκια, συνέχεια πάει και μιλάει αυτό το παιδί ρε, δεν κολλάει καθόλου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χαρακτηρισμός «αντρούλα» προσδίδεται στα Σφακιά της Κρήτης στους μεγαλόσωμους και ρωμαλέους άντρας, και συνδηλώνει παλικαροσύνη, λεβεδιά αλλά ενδεχομένως και μια κάποια βραδύτητα και βαρύτητα στη σκέψη και τη δράση - η οποία ακριβώς αντισταθμίζεται από το εκτόπισμα της δράσης, όταν αυτή τελικά λαμβάνει χώρα.

Είναι θηλυκού γένους, και αξίζει να αναφερθεί ότι πολλές φορές το μικρό όνομα «αντρούλων» θηλυκοποιείται και μένει έτσι ως παρατσούκλι: Γιάννης - Γιαννουλιά, Αντρέας - Αντρουλιά, Γιώργος - Γιωργουλιά κλπ

Γιατί γίνεται αυτό δεν ξέρω, δεν ξέρω αν είναι είδος «χαϊδευτικού μεγεθυντικού», που κρατάει από σχετικά απονήρευτες εποχές, στις οποίες η αλλαγή του γένους (ακόμα και) σε θηλυκό συνδήλωνε «όγκο» τρόπον τινά και όχι εκθήλυνση.

Σημειωτέον ότι το πράμα είναι πολύ μπερδεμένο: στην Κρήτη δεν υπήρχαν μεγεθυντικά σε -άρας, -άρα, αλλά σε -άρος με μετάθεση και του τόνου (π.χ. κώλαρος, ντομάταρος και όχι ντοματάρα) ενώ και η αρσενικοποίηση λέξεων με την κατάληξη «-ουλος» χρησιμοποιούνταν στο σχηματισμό ιδιότυπων μεγεθυντικών κατ' ευθείαν από υποκοριστικά σε -ούλι, όπως λ.χ. κάτσουλος = ο μεγάλος γάτος [κατσούλι=το γατάκι], σακούλι - σάκουλος κλπ.

Σκεφτείτε όμως: η σακούλα δεν είναι το μεγάλο σακούλι, το οποίο είναι ο μικρός σάκος; Τώρα, μπορώ να σκεφτώ άλλη μια λέξη που υπάρχει παρεμφερές μεγεθυντικό σε -ούλα, το μεγάλο πεζούλι (το μεγάλο μπεντένι) λέγεται πεζούλα, έτσι ίσως και το παιδί που κάποτε ήταν «αντρούλι» (το οποίο όμως δεν απαντά), δηλαδή, μεγαλόσωμο, παιδί ήδη άντρας, μεγαλώνοντας γίνεται «αντρούλα» (σημειωτέον επίσης ότι στην Κρήτη δε λεγόταν το «άντρακλας»).

- Και μπαίνομε στην αυλή μεσημέρι και θωρούμε το Βαρδή που δεν τον εγνωρίζαμε τότεσάς κι εκοιμούντανε κι εροχάλιζε, μα ίντα θαρρείς, πασπάλους [=κονιορτό] εσήκωνε...
- Τέθοια αντρούλα στο χωριό δεν υπάρχει δεύτερη... - Αυτός λέει ξυπνά, αρμέγει μιαν αίγα και πίνει το γάλα κι ύστερα λέει καλημέρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified