Χιουμοριστική παραλλαγή κατά τη γραφή της έκφρασης «τον παίζω».

Η ευστοχία της οφείλεται στο γεγονός ότι ενώ ακούγεται και διαβάζεται ως μία εντελώς political correct έκφραση αναφερόμενη στον ηθοποιό Γιάννη Μπέζο, παρ' όλα αυτά μπορούμε να υπονοήσουμε κάτι όχι και τόσο σεμνό.

(συναντάται κυρίως σε sms, msn και γενικά net communities, γι' αυτό και τα greeklish)

- ela man. ti kaneis;
- ton Mpezo.

(από Hank, 25/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σπυρί που βγαίνει εξαιτίας της μακροχρόνιας αποχής από το σεξ ή εξαιτίας της ανεκπλήρωτης σεξουαλικής επιθυμίας. Κατά άλλους, αιτία είναι ότι ο φορέας του σέξσπυρ την έχει κάνει λάστιχο. Με λίγα λόγια, σέξσπυρ λέμε το το καυλόσπυρο.

Ετυμολογία: από το σεξ και το σπυρί ==> σέξσπυρ, κατ'αναλογία προς τον μεγάλο θεατρικό συγγραφέα Σέξπιρ.

Ο πληθυντικός ίδιος με τον ενικό: τα σέξσπυρ.

  1. - Δεν την παλεύει η Μαρία... Κοίτα πώς έχει γίνει, τίγκα στα σέξσπυρ!

  2. - Όχι ρε γαμώτο, πάλι σέξσπυρ έβγαλα κι έχω ραντεβού σήμερα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified