Ζωντανός (επίθ), ζωντανά (επίρ). Ως επίρρημα, χαρακτηρίζει κάτι που γίνεται αντιληπτό αυτοπροσώπως, αυτόπτως, αυτηκόως. Από το αγγλικό live που σημαίνει τα ίδια.

Είναι πολύ γνωστό από τις τηλεοπτικές εκπομπές όπου σημαίνει κυρίως την ζωντανή σύνδεση (μετάδοσης εικόνας και ήχου) με κάποιο γεγονός.

Στην καθομιλουμένη λέγεται:

  1. Για να υποκαταστήσει τα παραπάνω συνώνυμά του επιρρήματα, τα οποία ακούγονται κάπως επίσημα.

  2. Με την έννοια της ζωντανής καλλιτεχνικής παράστασης μπροστά σε κοινό, κυρίως μουσικής, της συναυλίας (βέβαια και στην περίπτωση ενός και μόνο καλλιτέχνη). Τόσο σαν γεγονός όσο και σαν καταγραφή αυτού.

1α. Από εδώ:

Καλά, εσείς κάνετε πλάκα αλλά κάτι τέτοιο το έχω ακούσει λάιβ - αλλά δεν είχα χρόνο να ρωτήσω την ενδιαφερόμενη τι εννοεί και να τραβήξω μετά τα μαλλιά μου...

1β. Από εδώ:

Συμφωνώ εντελώς. Γι' αυτό κι εγώ το παίζω φιλόζωη με τα πάντα.
υγ. και ταυρομαχία έχω δει λάιβ και, κακά τα ψέμματα, είναι μια μπουρούχα.

2α. Από εδώ:

...Οπότε όπου και να πάω να παίξω,είτε για λάιβ είτε για πρόβα η μόνη μου απαίτηση είναι ένας αξιοπρεπής λαμπάτος για να έχω βάση στον ήχο μου και ένα καλό καθαρό κανάλι.

2β. Από εδώ:

Μετά βρήκα μια λάιβ εκτέλεση του κομματιού που ο τραγουδιστής (βαριέμαι να ψάξω πως διάολο τον λένε) είναι γάμα τα παράφωνος και ξενέρωσα κάπως. Γιατί δεν είναι αρκετά punk rock η φάση τους (αν και ο ήχος τους είναι ακριβώς αυτό) για να είναι παράφωνοι λάιβ και αυτό να είναι καλό. To τραγούδι πάντως εξακολουθεί να γαμάει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης ή Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας (αγγλιά από το Media of mass communication) ή απλώς μουμουέ δίνουν αφορμή για πολλές μπανεύκολες τροπές τους όπως Μέσα Μαζικής Εξαπάτησης ή Μέσα Μαζικής ΕξαγρίωσηςΕναγρίωσης). Επίσης Μέσα Μαζικής Εξημέρωσης, εφόσον θεωρηθεί ότι λειτουργούν κατευναστικά για να χειραγωγήσουν τους πολίτες σε συμβιβασμό και αποδοχή του καθεστώτος.

Το lexilogia.gr δίνει μια ακόμη μεγαλύτερη λίστα, όπου περιλαμβάνονται και τα εξής: Μέσα Μαζικής Εξαθλίωσης, Μέσα Μαζικής Εξαχρείωσης, Μέσα Μαζικής Εκμετάλλευσης, Μέσα Μαζικού Εκμαυλισμού, Μέσα Μαζικού Εξευτελισμού, Μέσα Μαζικής Εθελοτυφλίας, Μέσα Μαζικού Εκβιασμού, Μέσα Μαζικού Εκφυλισμού, Μέσα Μαζικού Εξονειδισμού, Μέσα Μαζικού Εφησυχασμού, Μέσα Μαζικής Εξουθένωσης, Μέσα Μαζικού Επηρεασμού. Επίσης, αν διαλέξουμε να φύγουμε από το αρκτικόλεξο Μ.Μ.Ε. τρέπονται σε Μέσα Μαζικής Παραπληροφόρησης, Μέσα Μαζικής Αποχαύνωσης, Μέσα Μαζικής Αποβλάκωσης κ.ά. Με αυτές τις μπανεύκολες τροπές ο γούγλης είναι εξαιρετικά κιμπάρης και δίνει εκατοντάδες χιλιάδες χτυπήματα.

  1. Τούρκοι πράκτορες κατευθύνουν τα ελλαδικά “Μέσα Μαζικής Εξαπάτησης”; (Εδώ).

  2. ολα τα αλλα ΜΜΕ (μεσα μαζικης εξαγριωσης) και υστεριας,προβαλουν την λαμογιά, την αμαθεια, την αγνοια, την ημιμαθεια, τον πανικο, τον φοβο για να χαλιναγωγησουνε τις μαζες και φυσικα να τα κονομησουνε. Και οι περιφημοι Σταρ των ειδησεων: ξερολες, ειδικοι, με εμπεριστατωμενες αποψεις και υφος χιλιων καρδιναλιων. Βρε ουστ κοπροσκυλα. Θα φτυσω στους ταφους σας, ελεγε σε'να του βιβλιο ο Μπορις Βιαν (δεν το τελειωσα γιατι με αγχωσε).
    Βρε ουστ λαμογια, παρτε τα να μην σας τα χρωσταω,ααααααααααααα το χαρηκα!!! (Εδώ).

  3. Επιστρατεύτηκαν ψυχολόγοι και άλλοι επίδοξοι αναδιφούντες την ανθρώπινη ψυχή για να βρούνε τι ακριβώς όπλισε το χέρι του δολοφόνου. Πουλάει, βλέπετε, σφόδρα το ζήτημα στα Μέσα Μαζικής Εξαχρείωσης. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια πολύ σύντομη μουσική στιγμή / σύνθεση που χρησιμοποιείται στις ταινίες, στα δελτία ειδήσεων, στις διαφημίσεις κλπ, κυρίως για εισαγωγή, κλείσιμο, επισήμανση ή προειδοποίηση.

Από την αγγλική λέξη sting, βλ. εδώ για περισσότερα.

Ο σκηνοθέτης στον μουσικό:
- Σε τούτο το σημείο θα μπει ένα πολύ σύντομο πλάνο. Εκεί δεν θέλω μουσική, ένα στιγκάκι μόνο, ίσα-ίσα.

(από Galadriel, 06/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επειδή η μία σημασία της λέξης συγκαταλέγεται στις ρατσιστικότερες του παγκοσμίου λεξιλογίου, δεν νομίζω να βρει εύκολα κανείς το θάρρος να την καταθέσει σε λεξικό έβερ -αν και, αντικειμενικά θά 'πρεπε, αλλά δεν θα το κάνω εγώ. Παρακάμπτω λοιπόν αυτήν την έτσι κι αλλιώς πλάγια κατάθεσή της, για να πω ότι:

Σαπούνι είναι μια επί δεκαετίες δοκιμασμένη μέθοδος ψυχικής κάθαρσης και λύτρωσης από τα ανομήματα, στην οποία καταφεύγει καθημερινά κάθε οικοκυρά ή / και παραπουλεύτρα ή ξεσκατώστρα που σέβεται τον εαυτό της. Με άλλα λόγια μιλάμε για την σαπουνόπερα, αποπαίδι της ευτελούς λογοτεχνίας και του εύπεπτου θεάματος, τα οποία ανέκαθεν ηδονίζανε το μεγαλύτερο μέρος του γυναικείου, και όχι μόνο! πληθυσμού. Η λέξη προέρχεται από το αγγλικό soap opera που σημαίνει το ίδιο πράγμα και λέγεται έτσι γιατί, τι άλλο παρά τα απορρυπαντικά χαρακτηρίζει πληρέστερα την φασίνα, κατά τη διάρκεια της οποίας οι γυναίκες έχουν την τηλεόραση (παλιότερα το ραδιόφωνο) αναμμένη ώστε να κάνουν τη δουλειά τους πιο ευχάριστη, κλαίγοντας με αδιέξοδες συναισθηματικές καταστάσεις;

Η σαπουνόπερα διατηρεί άσβεστη τη φλόγα της αυτοκαταστροφικής διάθεσης του ανθρωπίνου γένους σύμφωνα με την οποία καμία προφητεία δεν είναι δυνατό να είναι θετική ή χαρούμενη, καμία πρακτική ή εσωτερική λύση δεν πρόκειται να βρεθεί ποτέ ενάντια στον θάνατο, αλλά να που, με αυτό το κακό στο κεφάλι μας, παράγουμε όχι μόνο σαπούνια κάθε τύπου αλλά, ευτυχώς, υψηλή τέχνη και παρηγορήτρα επιστήμη. αατα για σήμερα.

- Πάμε να τσιμπήσουμε κάπου μετά τη δουλειά;
- Α, δε μπορώ, αρχίζει το σαπούνι στις πέντε και ίσα που προλαβαίνω!

μια μάλλον ορθότερη εκδοχή για την προέλευση του όρου αναφέρεται από το πονηρόσκυλο, βλ. σχόλια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified