Υπάρχει και η καλή έννοια. Αυτός που δε μασάει. Δεν καταλαβαίνει Χριστό. Το σκληρό καρύδι. Το αγύριστο κεφάλι, και όχι υποχρεωτικά ακραίος, αλλά πάντως μοναχικός, ως άτομο ή ομάδα. Που έχει την άποψη και τις ιδέες του και τις υπερασπίζεται αδιαφορώντας για τις συνέπειες.

- Να πιάσουμε τον δασάρχη ν’ αποχαρακτηρίσει την έκταση και μετά βγάζουμε και την άδεια. - Εδώ έχεις μπλέξει φίλε, ο δασάρχης δεν πιάνεται, είναι ταλιμπάν.

(από joe909, 29/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη Θεσσαλονίκη λέγεται έτσι το αμάνικο ρούχο. Από το περσικό καβάδ (=πολυτελές ένδυμα με μακριά μανίκια) και την κατάληξη -ούρα. (από δω)

ΦΛΟΡΑΛ ΦΟΡΕΜΑ ΚΑΒΑΔΟΥΡΑ

  1. σαρεσει αυτός με τα κροκς και την πορτοκαλι καβαδουρα με ρωτάει, όχι φυσικά, ναι αλλα έχει σκηνή που ανοίγει με μια κίνηση, αμμμμμμ
  2. Ο βλαξ ο γείτονας με φουξ καβαδούρα & χαμηλόμεσο D&G διαβάζει στον κήπο το 2ο τεύχος τής fake Ραδιοτηλεόρασης, με ψευδοδηλώσεις .lak Γαβαλά.
  3. Χωριό, φύση, πρασινάδες, ιπτάμενα πράματα, "αμε να βάλεις καμια καβαδούρα κάνει ζέστη" η μάνα μου, ζωάρα
  4. τοπικός σαλονικιος καλονος, με βρακα ασπρι, καβαδουρα, μπανανα τσαντακι στη μεση και φουλ τριχα μας τρελαινει τωρα στους duran duran!
  5. γυναίκα με μπαμπάτσικο μπράτσο μπορεί να φοράει καβαδούρα (όχι και το καλύτερο)..άντρας με ασχημάτιστο μπρατσάκι 12χονου..ποτέ :)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

To σίσα (shisha) πρόκειται για τον γνωστό (ν)αργιλέ. (συσκευή καπνίσματος ασιατικής προέλευσης).
Λέγεται και χούκα (hookah).

Ψήνεσαι να πάμε να καπνίσουμε κάνα σίσα στον Πειραιά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified