Στην ποικιλία της Κούλουρης στη Σαλαμίνα είναι ο αλλήθωρος, ο αδέξιος.
Τι λες βρε στραπιακιάρη! Μαζί μ΄ εκείνη με βάζεις βρε;» (Χρήστος Μυλωνάς , Χριστουγεννιάτικα της Κούλουρης).
Στην ποικιλία της Κούλουρης στη Σαλαμίνα είναι ο αλλήθωρος, ο αδέξιος.
Τι λες βρε στραπιακιάρη! Μαζί μ΄ εκείνη με βάζεις βρε;» (Χρήστος Μυλωνάς , Χριστουγεννιάτικα της Κούλουρης).
Got a better definition? Add it!
(Πάτρα): Συνήθως μεταξύ σχολιαροπαίδων στη μπάλα, καλείται το αδέξιο παιδάκι, που του πέφτουν όλα απ' τα χέρια, δεν τα πολυκαταφέρνει στα αθλήματα, κάνει συνεχώς φάουλ ή βήματα / διπλές, χάνει το εύκολο καλάθι / γκόλ κτλ.
Παράγωγο: Αταρία.
Συνώνυμα: Άγαρμπο, καθυστερημένο, παράλυτο, ημιπλήγας, παραπλήγας, μαλακι(α)σμένο, παπαρόμπεης, παλτό, μηναρόμπεης, κουλό, κουλαρία, μανταλάκια, παρμένο, αφαιρεμένο, άμπαλο, ερείπιο, σαπάκι κ.τ.λ.
Ιδιαιτέρως υποτιμητικό και σκληρό.
Αγνώστου ετύμου.
-Έλα αστραχάν, έλα μόνος σου είσαι! Βάλ' το!
-Όχι ρε γαμώτο...
-Ά' στο διάολο άταρο! Τράβα πίσω, άμυνα!
Got a better definition? Add it!
(Πελοπόννησος ή Στερεά): βλαμμένος, χαζός, αφηρημένος, κουλός και άχρηστος (υποτιμητικό).
Μάλλον προέρχεται από τους «νεραϊδοπαρμένους» / αλλοπαρμένους που χαζεύανε, όταν αντικρύζανε στις πηγές τις νηριΐδες (βλ. σου πήρε τη μιλιά / το αμίλητο νερό κ.τ.λ.).
Χρησιμοποιείται κυρίως, όταν ανατίθεται σε κάποιον να κρατήσει ή να στηρίξει κάτι και του πέφτει κάτω. (Κατά το ιταλικό mani di mozzarella, το ισπανικό torpe και το εγγλέζικο butterfingers = κουλοχέρης / άγαρμπος). Βλ. και Παρμενίων, Παρμενίδης.
-Κράτα 'κει χάμου το τραπέζι να το τραβήξουμε κατά 'δώθε.
-Ωχ! Μου 'πεσε μπαρμπούλη!
-Ω ρε, μπίτι παρμένο είσαι;
Βλ. και παράλjυτος, μανταλάκιας, μανταλάκια, άταρο
Got a better definition? Add it!