Α. Μου γυάλισε κάτι και το σταμπάρισα με σκοπό να το αποκτήσω, είτε βάσει σχεδίου ή όταν με ευνοήσει η συγκυρία.

  1. έβαλα στο μάτι τη φουρνάρισα, 35αρα ψηλοκώλα, θα το ρισκάρω, έτσι κάνουν οι άντρες, ή ταν η τον πετάς, θα την κουτουπώσω την χωριάτα (εδώ)

  2. Ο Σουλτάνος, δεν είχε παρά να κοιτάξει έντονα μία κοπέλα, ή να της κάνει σχόλιο θαυμασμού και κέρδιζε το προσωνύμιο «guzdheh» που σήμαινε ότι ο σουλτάνος την έχει «βάλει στο μάτι». (Τι πραγματικά συνέβαινε στα χαρέμια των Σουλτάνων)

  3. Μωρέ άμα σε βάλει στο μάτι ο Δίας, δεν πα να λέγεσαι και Ευρώπη... (εδώ)

Β. Επιβουλεύομαι κάποιον, θέλω το κακό του. Μ' αυτό το νόημα αναφέρεται κι από την Galadriel στο 'μπαίνω στο μάτι', δηλ. στην παθητική φωνή του ρήματος.

  1. κακό του κεφαλιού του του νουμπά. Τον έβαλα στο μάτι. (εδώ)

  2. Το τσίπουρο στο 23% κ οι εφημερίδες παραμένουν στο 6%. Άμα έχεις βάλει στο μάτι τη διαπλοκή κ τα συστημικά ΜΜΕ φαίνεται! #gelanetatsimenta (εδώ)

  3. Κοντοπούτανε επιτηρητή που με έχεις βάλει στο μάτι άμα σε πετύχω εκτός σχολής τη γάμησες. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχοντας αριθμητική υπεροχή προσεγγίζω άτομο μόνο του ή μικρότερη ομάδα ατόμων με σκοπό να τραπουκίσω με τον όγκο της μάζας που με συνοδεύει.

Η λέξη προέρχεται από την συνήθη εικόνα των Γυμνασιακών χρόνων, σε περιπτώσεις που κάποιος Έλληνας μαθητής παρενοχλούσε, εξύβριζε ή με οποιονδήποτε τρόπο πουλούσε τρέλα σε άλλο μαθητή Αλβανό. Το σύνηθες φαινόμενο ήταν ο Αλβανός μαθητής να αποχωρεί άτακτα και στο επόμενο διάλειμμα να επανεμφανίζεται συνοδευόμενος από άλλους 10 Αλβανούς προκειμένου να πάρει το αίμα του πίσω στο πολλαπλάσιο και ταυτόχρονα να τσιμεντωθεί η αντίληψη πως δεν τα βάζουμε με Αλβανούς.

Επί της ουσίας, το ρήμα αλβανιάζω αναφέρεται στη κλασική περίπτωση του «με ενοχλείς, θα το πω στον μπαμπά/αδερφό μου». Ωστόσο εδώ, όπως καταδεικνύεται από τα γεγονότα της καθημερινής ζωής, στις περιπτώσεις αλλοδαπών το τραμπούκισμα εις βάρος τους έχει μεγαλύτερο βάρος καθώς υπεισέρχεται και το επιβαρυντικό στοιχείο της ρατσιστικής συμπεριφοράς (παρ' όλο που δεν υπάρχει η παραμικρή ρατσιστική διάθεση από καμία πλευρά).

Επιπλέον, στη σχολική κοινότητα ήταν σύνηθες να υπάρχει μια αλληλεγγύη ανάμεσα σε παιδιά εθνικοτήτων που αποτελούσαν μειονότητες, οπότε φαντάζει λογικό, όταν ένα ελληνόπουλο τραμπουκίζει Αλβανό παιδί, να προκαλεί συσσωρευμένη αντίδραση απ' όλο το εθνικό group.

Συνεπώς, κάποιος που αλβανιάζει συγκεντρώνει μάζες με το μέρος του και με θράσος επιτίθεται σε κάποιον σε μια άνιση αναμέτρηση.

Το ρήμα χρησιμοποιείται για να περιγράψει περιστατικά επιθέσεων στο δρόμο, αλλά βρίσκει πιο εκτεταμένη χρήση σε ηλεκτρονικά παιχνίδια multiplayer (όπως το League of Legends.)

Συχνά συναντάται και στην παθητική του μορφή ως «με αλβάνιασαν».

- Προχθές στο ντέρμπυ με τη Καλαμάτα τι κάνατε;
- Να στα ξαναλέω; Είχαμε κρυφτεί με τα παιδιά από τον σύνδεσμο και μόλις βγήκαν τα πρώτα γατιά τους αλβανιάσαμε σαν να μην υπάρχει αύριο!
- 500 άτομα στα πρώτα γυναικόπαιδια ε; Καλά ξηγήθηκες ρε τρελέ.

- Και που λες, είχα παει με Khazix να σολάρω Δράκο και λίγο πριν τον ρίξω... ΤΣΟΥΠ, σκάνε και τα 5 μούλικα από παντού, μου δίνουν την μήτρα της μάνας μου στο χέρι... Αλβανικές τακτικές κ έτσι..
- Εμ αφού το ξέρεις, άμα δεν αλβανιάσεις στο game δεν πας πουθενά..

- Είχαμε πάει εχθές στο Village με τον Ρούλη για ταινία... Το βράδυ που γυρνούσαμε μας την έπεσαν ξαφνικά κάτι Αλβανοί και μας πήραν τα κινητά!
- Πωω...Σοβαρά μιλάς ρε Νώντα; Αλβανικές τακτικές στο δρόμο;
- Ναι ρε συ.. Μας αλβάνιασαν κανονικά σου λεω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα στην προστακτική. Σημαίνει «όρμα», αλλά για σεξουαλικό σκοπό.

Το ρήμα πάει ως εξής:

Εγώ μουρντώ
Εσύ μουρντάς
Αυτός μουρντά
Εμείς μουρντάμε
Εσείς μουρντάτε
Αυτοί μουρντάνε

-Το είδες αυτό; Η Μαιρούλα μου έκλεισε το μάτι!
-Ε και τι περιμένεις; Μούρντα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πετάω σε κάποιον γιαούρτι, συνήθως στη μάπα του. Συνήθως το θύμα είναι κάποιο γνωστό πρόσωπο (π.χ. πολιτικός) που δε χωνεύει κάποιος.

Ο Ψωμιάδης γιαουρτώθηκε και μετά τραγούδησε Καζαντζίδη για να βγάλει τον πόνο του.
– Το πρώτο τραγούδι ήταν «θα κλάψω πικρά μα θα ξεχάσω με τον καιρό, καινούργια ζωή θα χαράξω να μην πονώ».
Το επόμενο ήταν «πέφτουν τ’ άστρα μες στη λασπουριά».
– Ήταν τόσο το πάθος και η συναισθηματική φόρτιση του Πανίκα, που δεν αντιλήφθηκε τις σπόντες των εσωκομματικών του αντιπάλων που αμφισβήτησαν τα ιερά και τα όσια του με το άσμα «έχεις κορμί αράπικο και μαύρα μάτια πλάνα, η μάνα που σε γέννησε θα ήτανε τσιγγάνα».

πηγή: www.epohi.gr

Κι αυτοί είχαν γιαουρτώσει κάποιον... (από krepsinis, 10/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Παλιός ευφημισμός για το χέζω (απο τα χρόνια που οι τουαλέτες βρίσκονταν ακόμη εκτός σπιτιού) που επιβιώνει ακόμα χάριν πολιτικής ορθότητας αλλά και συντομίας (έναντι του πάω τουαλέτα/στο μέρος).

  2. Στη φράση την βγαίνω (+ σε/από): κάνω απρόσμενο (και αθέμιτο) ελιγμό συμπεριφοράς. (Παράβαλε και την μπαίνω)

  1. - Τι έχεις ρε γιαγιά, σαν το λεμόνι είσαι όλη μέρα.
    - Τι νά 'χω γιε μου, μ' αυτά τα χάπια που μου δίνει ο γιατρός, τρεις φορές βγήκα σήμερα...
    - Καλά, ας μη χλαπάκιαζες τρείς καυτερές το μεσημέρι και θα σού 'λεγα...

  2. - Τί άκουσα ρε άτομο; Πλάκωσες λέει στις φάπες χθές τον Ρούλη;
    - Ε είναι να μήν τον πλακώσεις, τον τάκη; Να μού'ρχεται γραμμή απ'το σκυλάδικο και με το που βλέπει τα φρικιά στην παρέα να μας τη βγαίνει στο ροκάδικο;
    - Δηλαδή τί είπε ρε;
    - Οτι καταβάθος λέει γουστάρει Δάντη και Ρουβά, επειδή εχουν ωραία σόλα...

Στο σινεμά του Bunuel αντιστρόφως μπαίνουν για να χέσουν και βγαίνουν για να φάνε. (από Khan, 14/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified