Σλανγιωτατισμός για τον αυνανισμό.

Η Τζέσικα πεομαλάσσει στο πριβέ με ένα εξτραδάκι.

Got a better definition? Add it!

Published

Αυνανίζομαι. (Δες).

Φαλλομυζεί όλη μέρα, θα τυφλωθεί.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο αυνανισμός ως εργόχειρο, κέντημα κ.ο.κ.

Έπαιξε δεξιοτεχνία. (Δες).

Got a better definition? Add it!

Published

Μεταφορά για το πέος.

Το έχει κατσιάσει το σελφοκόνταρό του από το πολύ τάκα-τάκα.

Got a better definition? Add it!

Published

Στα καλιαρντά σημαίνει αυνανίζομαι, ως ένα εργόχειρο που το κάνει κανείς μοναχός του.

Βουέλει μουντζά και καλογεροκεντάει.

Got a better definition? Add it!

Published

Αυνανίζομαι.

Πήρε θεματάκι από την παραλία και τον έχει αβγοκόψει.

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που επεξεργάζεται το πετσί του, δηλαδή που αυνανίζεται. (Δες).

Από όταν χώρισε, έχει γίνει βυρσοδέψης από το πολύ ξεπέτσιασμα.

Got a better definition? Add it!

Published

Μεταφορά για το πέος.

Δεν τον βλέπω πουθενά τον μικρό, μάλλον καθαρίζει το μονόκαννο. (Δες).

Got a better definition? Add it!

Published

Αυνανίζομαι. (Δες).

Έχει χειροτονωθεί και είναι έτοιμος να προχωρήσει.

Got a better definition? Add it!

Published

Αυνανίζομαι (δες).

Χειρογλεντάει όλη μέρα ο γρόθος.

Got a better definition? Add it!

Published