Further tags

Η γκόμενα που προσελκύεται από τον οποιονδήποτε τύπο κάγκουρα που κατέχει οποιοδήποτε είδος μηχανής (απαραιτήτως)... Είναι γκόμενα που το μόνο στάνταρ που έχει για τον υποψήφιο γκόμενο είναι αν έχει μηχανή και πόσο μακριά την πάει στη μια ρόδα...

Αλλιώς: η καγκουρομάνα, η ποντικοπηδιόλα.

1
- Ωραίο μουνάκι ρε η Σοφία... φαίνεται και εύκολη... θα πάω να χωθώ...
- Αφού δεν έχεις πάπια...
- Ε και;
- Είναι σελογκόμενα.

2
Γιούλη: -Θέλω ο άλλος να είναι ευγενικός, δυναμικός, έξυπνος, αστείος, όμορφος, πιστός. Θέλω να τον θαυμάζω και να έχει μεγάλη πούτσα.
Μαρία: -Εγώ θέλω να έχει μηχανή.

Η Μαρία είναι σελογκόμενα.

Βλέπε και -μούνα, -γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν είναι πραγματικός φαν μιας μπάντας ή κάποιου μουσικού εν γένει, αλλά ακούει περιστασιακά την μουσική τους. Ως εκ τούτου, δεν γνωρίζει όλους τους στίχους των τραγουδιών τους, παρά μόνο τα ρεφρέν, τα οποία επαναλαμβάνει σε συναυλίες, πάρτι και λοιπές μουσικές συναθροίσεις, ώστε να ταυτιστεί με την ατμόσφαιρα της φάσης.

-Ρε, τσέκαρε 'κει! Ο Κώστας ρε, μ' ένα τσιτωμένο γκομενάκι με τα δερμάτινα.

-Χαχαα! Έλα ρε τον ρεφρενάκια τον Κώστα που μου 'ρθε και Maiden. Πάω στοίχημα τραγουδάει μόνο τα φωνήεντα.

Got a better definition? Add it!

Published

Στα σλάνγκικα σημαίνει αγνοώ, γράφω στ΄ αρχίδια μου κάποιον. Εφόσον λείπει ο προσδιορισμός μετά το ρήμα, υποννοείται ότι η παραπομπή είναι στο πουθενά, στον κάλαθο των αχρήστων, εκεί που δεν πιάνει μελάνι, στα αζήτητα. Συνήθως χρησιμοποιείται σε παρελθοντικό χρόνο.

- Χτες στο εστιατόριο της σχολής μας έπιασε ένας ΕΛ και μας έλεγε ότι φτιάχνουν καύσιμα για αεροπλάνα από ελληνικό γιαούρτι.
- Λέγε.
- Τι να πώ ρε, μας ζάλισε τον έρωτα. Τον παρέπεμψα κλασικά.
- Ε τι α κανς; α κάειτς να μαλώεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Πιτσιρικά» στα ποδανά.

Σε ανοιχτό γήπεδο μπάσκετ που μαζεύονται όλοι οι πιστεμένοι άρηδες για πρωταθληματάκι:
- Ρε φίλε... μου 'χουν σπάσει τα νεύρα με τον τσιρικαπί με την αερόμπαλα μέσ' στα πόδια μας.
- Ρε μικρέ, εδώ παίζουν μπάσκετ, πήγαινε δίπλα στη παιδική χαρά, θα χτυπήσεις.
- Να πας εσύ ρε καράφλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άντρας 60+ χρόνων τον οποίο συναντάμε σε γυμναστήρια, φεστιβάλ, αθλοπαιδιές, πορείες/διαδηλώσεις, μαθήματα πάουερ γιόγκα στην ύπαιθρο, ορειβατικές εκδρομές, συλλόγους δικυκλιστών κ.α. Αν και φαινομενικά ψοφάλογο, καταλήγει να πατάει εικοσάριδες στη καρωτίδα με τις επιδόσεις του και να τους κάνει να ντρέπονται για τα νιάτα τους. Ο χαρακτηρισμός αυτός αν και κοροϊδευτικός, εμπεριέχει συγκεκαλυμμένο θαυμασμό και ρισπέκ στον δυναμικό παππούκα.

Η προέλευση του από τη γνωστή σειρά κινουμένων σχεδίων ThunderCats. Ο μάμρα (Mumm-Ra) εκεί είναι ο "αρχικακός" δαιμονικός ιερέας της Τρίτης Γής. Τα αρχαία πνεύματα του κακού του χαρίζουν αθανασία και υπεράνθρωπη δύναμη. Παρατίθεται η γνωστή επίκληση-προσευχή: "Αρχαία πνεύματα του κακού, μεταμορφώστε αυτό το σάπιο σώμα, στον Μάμρα τον παντοτινό."

-Ρε τι γαμάτο λάιβ! Τα παππούδια ακόμα ροκάρουν!
-Ναι ρε, τσέκαρε το μάμρα πίσω στα ντραμς, 2 ώρες δίνει πόνο, του χουνε πεταχτεί τα φλέβια από παντού!

τύποι μάμρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίπεδο χαμηλότερο κι από επίπεδο μετροπόντικα/ επίπεδο-δάπεδο.

Ότι έχει απομείνει από την έκφραση "... κατωτάτου επιπέδου".

Τα δύο πρώτα παραδείγματα είναι από σχόλια στο Σλανγκρ.

  1. καρακατσουλιό κατωτάτου (εδώ)

  2. πρόκειται για ελεεινίδα κατωτάτου (εδώ)

  3. Ποσο κατωτατου θεε μου; Πως μιλας ετσι; Μεγαλωμενη στα κατεργα εισαι; (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified