Μονοπάρι, το (ουσ.) Το μονοπάτι το οποίο επιλέγεις να ακολουθήσεις παρόλο που οι φίλοι σου σε προειδοποίησαν ότι με τη συγκεκριμένη επιλογή το βέβαιο επακόλουθο θα είναι να λάβεις ένα περίτρανο παπάρι.

- Και του λέω του ξεροκέφαλου του Φερδινάνδου να το προσπεράσει το ρημάδι το Μακτάν χωρίς να σταματήσει... αλλά εκεί αυτός, το μονοπάρι του.

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που ξέρει ή κάνει ότι ξέρει σωστά Ελληνικά.

- Στο «μυστικό», το «μυ-» πώς γράφεται;
- Με ύψιλον.
- Μπαμπινιώτη μου εσύ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified