Further tags

Στην ποδοσφαιροσλάνγκ είναι τα δίχτυα και κατ' επέκταση το τέρμα, λόγω σχήματος.

Μάλλον δεν θα δούμε μπακλαβαδωτό απόψε.

Got a better definition? Add it!

Published

Στην ποδοσφαιροσλάνγκ είναι ο μικρόσωμος και γρήγορος παίκτης που τρυπώνει με επιδεξιότητα στην αντίπαλη περιοχή.

Τι σαμιαμίδι αυτός ο Μέσσι! (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο οπαδός που συνηθίζει να μπαίνει στο γήπεδο δωρεάν με πρόσκληση και το παίζει παράγοντας, φλεξάρει κ.ο.κ.

Αν χάνουν οι Σέρβοι προς το τέλος δεν νομίζω να τα κάνουν λαμπόγυαλο. Είπαμε, υπάρχουν ανεγκέφαλοι σε κάθε κερκίδα και οι Σέρβοι δεν είναι και οι πιο ήρεμοι οπαδοί γενικά, αλλά δεν πιστεύω ότι θα δούμε κάτι ακραίο. Το πολύ-πολύ να πέσει κανένα μπουκάλι ή κατά την αποχώρηση των ομάδων για τα αποδυτήρια να σπρώξει κανένας οπαδός/σεκιουριτάς/προσκλησάκιας της Παρτιζάν, κάποιο μέλος της αποστολής της Ρεάλ.(Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Στην ποδοσφαιροσλάνγκ είναι το πολύ δυνατό σουτ.

Γκρέμισε το τέρμα τους η οβίδα!

Got a better definition? Add it!

Published

Στην ποδοσφαιροσλάνγκ είναι ο μεγάλος χώρος που αφήνει ο αντίπαλος, όταν πιέζει, και η ομάδα αμύνεται.

Κοίτα ένα ξέφωτο που αφήσανε. Πρέπει να τους τιμωρήσουμε.

Got a better definition? Add it!

Published

Η μπάλα στα αθλήματα ιδίως όταν μπαίνει και βγαίνει από τον στόχο.

Πάλι μπήκε και βγήκε από το καλάθι η πόρνη!

Got a better definition? Add it!

Published

Στην ποδοσφαιροσλάνγκ, είναι ο άμπαλος ποδοσφαιριστής.

Τελείως άχαρη ομάδα, γεμάτη με μπετατζήδες.

Got a better definition? Add it!

Published

Στην ποδοσφαιροσλάνγκ είναι ο παίκτης που είναι θεαματικός, αλλά εύθραυστος.

Έχουμε γεμίσει μπαλαρίνες, κάποιος να παίξει και άμυνα!

Got a better definition? Add it!

Published

Στην ποδοσφαιροσλάνγκ είναι ο κοντός ποδοσφαιριστής που μπορεί, όμως, να είναι αποτελεσματικός στην επίθεση.

Δεν σου γεμίζει το μάτι, αλλά είναι κοντοσφηνιά.

Got a better definition? Add it!

Published

Στην ποδοσφαιροσλάνγκ είναι το παιχνίδι όπου κυριαρχούν οι πολλές και άσκοπες σέντρες. (Δες).

Έλεος πια με το γιοματάρι, παίξτε και λίγη μπαλίτσα!

Got a better definition? Add it!

Published