Further tags

Συνώνυμο των πουτσοσκάμπιλο, πουτσοχάστουκο, ψωλοχάστουκο, ψωλοσκάμπιλο, προς τιμήν του δημάρχου του Βόλου Αχιλλέα Μπέου που έδωσε χαστούκι σε ψηφοφόρο του.

Έρωτας απ' το πρώτο μπεοχάστουκο. (Φέισμπουκ).

Got a better definition? Add it!

Published

Το δέρμα που περιβάλλει το πέος και συνεκδοχικά το πέος, ιδίως κατά τον αυνανισμό. Βαράω πετσί σημαίνει αυνανίζομαι.

Το έχει κάνει το πετσί του σφεντόνα ο Χαράλαμπος.

Got a better definition? Add it!

Published

Μεταφορά για το πέος.

Δεν τον βλέπω πουθενά τον μικρό, μάλλον καθαρίζει το μονόκαννο. (Δες).

Got a better definition? Add it!

Published

Μεταφορά για το πέος.

Το έχει κατσιάσει το σελφοκόνταρό του από το πολύ τάκα-τάκα.

Got a better definition? Add it!

Published

Η πεολειχία.

  1. Ξεκίνησε τα ερωτικά χάδια οριοθετόντας μια GFE συνεύρεση, που με έβρισκε απόλυτα σύμφωνο. Αφού με έγλειψε στις ρώγες και το λαιμό, πριν κατέβει χαμηλότερα, ανέλαβα να γευτώ τα στηθάκια της με τις μελανές σκληρές ρωγίτσες που θέριεψαν, και σε συνδυασμό με την εφύγρανση του γατιού της, που ένιωσαν τα δάχτυλά μου θωπεύοντάς την, άρπαξε τον πολεμιστή μου, του φόρεσε τη στολή της μάχης και μου πρόσφερε ένα απολαυστικότατο, από τεχνική και διάθεση, πεορούφηγμα, κοιτώντας με στα μάτια με ναζάκι και τσαχπινιά. Δεν άντεχα και πολύ, έτσι λοιπόν την ανέβασα επάνω μου και λικνιστήκαμε μετά φιλιών και χαδιών ώσπου με μια μαεστρική κίνηση την έβαλα από κάτω χωρίς να χάσω την διείσδυση, γεγονός που της άρεσε. Άντε να το κάνεις με καμιά μπουμπού αυτό...ή θα χάσεις τη μέση σου ή το καβλί σου! Κακά και τα δυό. Ενώ τα μικρόσωμα, άλλη χάρη. (Μπου).
  2. Στο δωματιο πολυ χαλαρη, χαδια και χουφτωματα παντου και στη συνεχεια ασκούφωτο πεορούφηγμα, όπου κατειχε αρκετα καλη τεχνικη,με αναλογη περιποιηση όρχεων. (Μπου).
  3. Οι επιδωσεις της στο τσιμπούκι πολυ καλες, γλειφει στοχευμενα, προσφερει ενα αργο και ποιοτικο πεορούφηγμα καθώς και πσβουράκι στα αρχιδια. (Ιερόδουλες).

Got a better definition? Add it!

Published

Η πεολειχία.

  1. Γλυκια μου Αννουλα να εισαι παντα καλα (Συγγνωμη που σε μεγαλωσα λιγο οταν με ρωτησες για την ηλικια σου αλλα ημουν ζαλισμενοςς απο το πουτσορουφηγμα σου !! χα χα). (Μπου).
  2. Πέρασμα στο σεεεεεξ και αφού πρώτα έκανε ένα παγωτίσιο πορνοπέρασμα από αρχίδια μέχρι πάνω κι ένα τελευταίο πουτσορούφηγμα, σαν να διάβασε την πορνοσκέψη μου, καρφώθηκε μόνη της σε reverse cow. Οκ κάρφωμα τον έπαιρνε μέχρι τέλους, έκανε και κάτι κωλοκουνήματα με το κωλί της να φουσκώνει όμορφα. (Μπου).

Got a better definition? Add it!

Published

Αντισημιτικός χαρακτηρισμός για τους Εβραίους ως περιτμημένους.

Οι ΗΠΑ δεν έχουν καμία δουλειά να αναμιγνύονται σαν ηλίθιοι μπράβοι των κοψοπουτσηδων στους πολέμους που τους έχει σύρει από το 2001 και μετεπειτα το κράτος των εκλεκτών. (Φβ).

Got a better definition? Add it!

Published

Χαρακτηρισμός για ευμέγεθες πέος. (Δες).

Μόλις πέταξε έξω τον βόα η κοπελίτσα τρόμαξε γιατί δεν τον περίμενε τόσο μεγάλο.

Got a better definition? Add it!

Published

Το ευμέγεθες πέος.

  1. Μεγάλος μαύρος πύθωνας γαμάει το μουνί τριχωτού κοριτσιού.
  2. Ξανθιά με μεγάλα βυζιά καταστρέφεται από τεράστιο BBC πύθωνα. (Αμφότερα από τσοντοσάιτ).

Got a better definition? Add it!

Published

Αρχαιόκαυλη λέξη για το πέος, πιθανόν ίδιας ετυμολογίας με τον φαλλό.

Οι Τριβαλλοί έλαβαν την ονομασία τους επειδή είχαν τρεις φορές ένα βαλλίον;

Got a better definition? Add it!

Published