Συνώνυμο των πουτσοσκάμπιλο, πουτσοχάστουκο, ψωλοχάστουκο, ψωλοσκάμπιλο, προς τιμήν του δημάρχου του Βόλου Αχιλλέα Μπέου που έδωσε χαστούκι σε ψηφοφόρο του.
Έρωτας απ' το πρώτο μπεοχάστουκο. (Φέισμπουκ).
Συνώνυμο των πουτσοσκάμπιλο, πουτσοχάστουκο, ψωλοχάστουκο, ψωλοσκάμπιλο, προς τιμήν του δημάρχου του Βόλου Αχιλλέα Μπέου που έδωσε χαστούκι σε ψηφοφόρο του.
Έρωτας απ' το πρώτο μπεοχάστουκο. (Φέισμπουκ).
Got a better definition? Add it!
Το δέρμα που περιβάλλει το πέος και συνεκδοχικά το πέος, ιδίως κατά τον αυνανισμό. Βαράω πετσί σημαίνει αυνανίζομαι.
Το έχει κάνει το πετσί του σφεντόνα ο Χαράλαμπος.
Got a better definition? Add it!
Μεταφορά για το πέος.
Δεν τον βλέπω πουθενά τον μικρό, μάλλον καθαρίζει το μονόκαννο. (Δες).
Got a better definition? Add it!
Μεταφορά για το πέος.
Το έχει κατσιάσει το σελφοκόνταρό του από το πολύ τάκα-τάκα.
Got a better definition? Add it!