Το μεξικάνικο έδεσμα γουακαμόλε (μεσογειοποιημένη παραλλαγή: αβοκάντο, φουλ σκόρδο, ντομάτα, ελαιόλαδο, αλατοπίπερο, όλα νιανιά), ιδανικό για ντιπ ή για παρέα σε άλλο έδεσμα (πχ. κοτόπουλο) ή για ορεκτικόνε.

Σλανγκιά των ογδόνταζ, εποχή κατά την οποία πρωτοεμφανίστηκε το γουακαμόλι στο ελλάντα. Τότε όμως ακόμα προηγούνταν το σλανγκίζειν της απόλαυσης όποιας νέας γεύσης.

Πέραν της ηχητικής ομοιότητας με τον γαμιόλη ή την κατάληξη - όλι γενικά, η σλανγκιά παρέμεινε σε επίπεδο λειψού λογοπαιγνίου, όχι ιδιαίτερα επιτυχημένου και πάντως μη διαχρονικού. Έτσι λοιπόν εξέλιπε σχεδόν εντελώς τελείως.

Η υποφαινομένη έχει την εντύπωσις ότι το πρωτοέφερε εδώτο μπαρ-εστιατόριο Μετς (μην το ψάξετε, έχει κλείσει προ Κρίσης).

- Είστε έτοιμοι να παραγγείλετε;
- Μάλιστα, φέρτε μας ένα ριζότο με γαρίδες και σαφράν, ένα σουφλέ μελιτζάνας και μία αραβική πίτα με κοτόπουλο και σως γουαγαμιόλι...
- Εεεχμμ, μμμάλιστα...
- ΡΕ ΜΠΑΜΠΑ! Πάψε να λες κάθε φορά την ίδια μαλακία! Πάλι ρεζίλι μας έκανες!
(ο μπαμπάς παρεξηγημένος:) - Στα χρόνια μου το λέγαμε και γελάγαμε και έτσι μου αρέσει να το λέω.

Εγινε η μάχη στα Γαυγάμηλα, οταν είπα στο σεφ γουάϊ γαμιόλη (από GATZMAN, 25/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φραουλίτσα. Παράφραση-λογοπαίγνιο με το γερμανικό Frau Lisa (κυρία Λίζα).

Μμμμ, ωραία! Βλέπω έχουμε φραουλίζες για επιδόρπιο σήμερα!

(από Khan, 25/08/09)

βλ. και Φράου Χέλγκα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξενέρωτη αστεΐστικη παραλλαγή της λέξης πούτσες.

Θυμόσαστε εκείνο το παμπάλαιο ηλίθιο ανέκδοτο με την έκφραση «Πίτσες από την Βιλγαρία»; Από κει είναι η λέξη. Όποιος θυμάται το ανέκδοτο θα καταλάβει καλύτερα. Επίσης μπορεί να το προσθέσει εδώ γιατί δεν το θυμάμαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σοροπιαστό γλύκισμα που φτιάχνεται από φέτες μπαγιάτικου ψωμιού, μουλιασμένες στο γάλα, κατόπιν τηγανισμένες στο λάδι και τέλος περιχυμένες με μέλι και κανέλα. Δεν θυμάμαι ακριβώς τη συνταγή.

Φολεγανδρίτικο. Πιθανόν να μην το ξέρει πια κανείς εκεί, καθότι πρόκειται για παλιό αυτοσχέδιο γλυκό και παλιά λέξη.

Προφ ιταλικής ρίζας, από το frittula (σιτσιλιάνικη λέξη), βλ. εδώ, κάτι σα να λέμε «τηγανιά».

- Θυμάσαι πώς έκανε η Δέσποινα τις φρίδουλες;
- Μμμμ... όχι, αλλά ας αυτοσχεδιάσουμε και θα το βρούμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified