Ο τοξικομανής μυτάκιας.
Το έχει κάψει τελείως από την κόκα ο αλευρομύτης.
Ο τοξικομανής μυτάκιας.
Το έχει κάψει τελείως από την κόκα ο αλευρομύτης.
Got a better definition? Add it!
Ο ειδικός στο χόρτο, ο χορταράκιας ή χορταρέας. (Δες).
Πάμε στον Μάκη να σου βρει ό,τι νταφού θες, είναι μεγάλος βοτανολόγος!
Got a better definition? Add it!
Το σύνολο των βιωμάτων, των γνώσεων και των δεξιοτήτων που σχετίζονται με τη χρήση νακρωτικών ουσιών. Η λέξη μπορεί να χρησιμοποιηθεί με θετική ή αρνητική χροιά.
Σε επίπεδο αντίληψης, όπου κυρίως αναφέρεται ο όρος, είναι οι νέες σταθερές και μεταβλητές που προστίθενται στο σύστημα άνθρωπος και κόσμος. Ακολουθεί παράθεμα του Τίμοθι Λίρι (Timothy Leary) σε πρωτότυπο κείμενο:
“Any reality is an opinion-we make up our own reality”
“Admit it. You aren’t like them. You’re not even close. You may occasionally dress yourself up as one of them, watch the same mindless television shows as they do, maybe even eat the same fast food sometimes. But it seems that the more you try to fit in, the more you feel like an outsider, watching the “normal people” as they go about their automatic existences. For every time you say club passwords like “Have a nice day” and “Weather’s awful today, eh?”, you yearn inside to say forbidden things like “Tell me something that makes you cry” or “What do you think deja vu is for?”. Face it, you even want to talk to that girl in the elevator. But what if that girl in the elevator (and the balding man who walks past your cubicle at work) are thinking the same thing? Who knows what you might learn from taking a chance on conversation with a stranger? Everyone carries a piece of the puzzle. Nobody comes into your life by mere coincidence. Trust your instincts. Do the unexpected. Find the others…”
-Για πες μας ρε Χριστόφορε, η κότα έκανε τ' αυγό ή το αυγό τη κότα;
-Απ' το αυγό βγήκε ένα ρολόι, γιατί η κότα είχε φάει τόσο ώρα στο περίμενε.
-Τι λέει αυτός ρε;
-Άσ' τονα χτυπάει η ναρκοπαιδεία τώρα.
Got a better definition? Add it!
Το μέρος όπου γίνεται νταραβέρι και διακινούνται ναρκωτικά από ανθρώπους.
Got a better definition? Add it!
πρεζέμπορος, -ας, -όρι
Από το πρέζα (ναρκωτικό) και το έμπορος. Σημαίνει αυτος που πουλάει ναρκωτικά ή και ο ναρκομανής (ή τοξικομανης).
Στην τάξη του φροντιστηρίου μου έχω ένα πρεζέμπορα, το παιδί σνιφάρει μαρκαδόρους εν ώρα μαθήματος σου λέω.
Στο σκοτεινό και αφανές πίσω μέρος του λυκείου πέφτει πολύ πρεζεμπορία και είναι όλα δωρεάν απλά τα ανταλλάζουν με κάτι άλλο.
Got a better definition? Add it!