Ο συνδυασμός του να μένεις στο αστικό κέντρο, αλλά να κάνεις και διακοπές, ίσως και με λίγες ολιγόχρονες αποδράσεις, λόγω είτε των μέτρων για την πανδημία του κορονοϊού, είτε φτωχοποίησης. Εκ του αγγλικού staycation < stay = μένω + vacation = διακοπές.

  1. Οι είκοσι καλύτερες παραλίες της Αθήνας για στεϊκέσιο.
  2. Φτύνουν τον φτωχοποιημένο πολίτη στα μούτρα, όταν του λένε ότι κάνει και καλά κουλ στεϊκέσιο, ενώ δεν του έχουν αφήσει λεφτά να ξεμυτίσει από το σπίτι του.

Got a better definition? Add it!

Published

Μία από τις σημαντικές λέξεις του 2023. Νεολογισμός που αποτυπώνει τη σύζευξη της πολιτικής (politics στα αγγλικά) με τη διασκέδαση (entertainment στα αγγλικά). Οι πολιτικοί καλούνται πλέον να προσφέρουν ψυχαγωγικό θέαμα κατάλληλο για τις νέες πλατφόρμες (κυρίως το TikTok). Στόχος η διεισδυτικότητα στην «απολιτίκ» Γενιά Ζ, που τα περισσότερα από αυτά που είδε τα βρήκε σούπερ κριντζ. Από το αγγλικό politainment.

Όταν ο μπουλντόζας ο Έβερτ έκανε πολιτέινμεντ, οι Αμερικανοί τρώγανε ρίζες.

Got a better definition? Add it!

Published