(Από το Μητσοτάκης και Δράκουλας = Μητσοτάκουλας.) Αυτός που προκαλεί υπερβολική ατυχία στους άλλους, ο υπερβολικά γκαντέμης. Λέγεται και σκέτο Μητσοτάκης.

  1. - Ρε Μητσοτάκουλα, ήρθες και όλο ασσόδυα φέρνω! Φτου, φτου σκόρδα, ξορκισμένος με τον απήγανο!

  2. - Είμαι τελείως Μητσοτάκης, μόλις έφτασε η σειρά μου τελείωσαν τα εισιτήρια!

(από GATZMAN, 06/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το όνομα Χουντάλας είναι συνώνυμο της γούνας στην Ελλάδα. Αυτό βέβαια δεν είναι διαφήμιση, γιατί εμείς στο slang.gr δεν γουστάρουμε ούτε τις γούνες ούτε αυτές που τις φοράνε και υπερασπιζόμαστε τα δικαιώματα των ζώων, οπότε να πάει να #@!%*& ο εν λόγω κύριος...

Στο θέμα μας τώρα... Εκτός από γουνεμπόρους στην Ελλάδα είχαμε και πολλά πραξικοπήματα, με πρώτη μούρη το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου του 1967 (την γνωστή «χούντα των συνταγματαρχών»). Κάποιοι ανεκδιήγητοι τύποι αποφάσισαν να σώσουν την Ελλάδα από τον «κομμουνιστικό κίνδυνο» κάνοντας «επανάσταση» και στέλνοντας τους αντιφρονούντες σε Γυάρο και Λονγκ Άιλαντ (Μακρόνησο). Τελικά, μετά από μια επταετία (κατά την οποία μοιράστηκαν πολλές άδειες για ταξί και περίπτερα στα «καλά παιδιά»), με την εξέγερση του Πολυτεχνείου και με μισή Κύπρο λιγότερη, η χούντα έλαβε το τέλος της. Θα ήταν σενάριο για κωμωδία με ξεκαρδιστικούς πρωταγωνιστές (βλέπε τα βίντεο με τον Παττακό), αν δεν ήταν τραγωδία.

Ο χουντάλας λοιπόν είναι ο χουντικός ή ο νοσταλγός της χούντας. Λέγεται με σαφή ειρωνική διάθεση και συναντάται επίσης ως χούνταλο. Γενικά πάντως μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σαν χαρακτηρισμός για κάποιον που συμπεριφέρεται σαν φασίστας (παράδειγμα 3).

Ο χουντάλας ονομάζει το πραξικόπημα του 1967 «επανάσταση». Δεν παραλείπει να λέει τι καλά και ηθικά παιδιά που υπήρξαν οι συνταγματάρχες, τι ησυχία, τάξη και ασφάλεια που επικρατούσε τότε και, κλασικά, ότι «ένας Παπαδόπουλος μας χρειάζεται»...

Τώρα τελευταία μάλιστα, ο χουντάλας αρχίζει να πιστεύει πως ο Αλαβάνος είναι ο Αντίχριστος και πως η άνοδος των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ είναι η τελευταία τρομπέτα της Αποκαλύψεως...

  1. (Από blog)
    «Και μια ιδιαίτερη προσφορά του blog: Όποιος θέλει να δει από κοντά τον Παττακό, μπορεί να πάει μια Κυριακή πρωί στην Αγία Βαρβάρα, τέρμα Πατησίων. Πιστός χριστιανός, φυσικά, ο χουντάλας, σχεδόν 100 ετών πια, εκκλησιάζεται όποτε μπορεί να περπατήσει! Έχει καθαιρεθεί στο βαθμό του στρατιώτη, αλλά ο κ. Χριστόδουλος τον προσφωνεί ακόμα «στρατηγό»!»

  2. - Πώς τα πέρασες τα Χριστούγεννα;
    - Πώς να τα περάσω... Είχα πάει στους συγγενείς της δικιάς μου και άκουγα όλο το βράδυ τον παππού της τον χουντάλα να λέει τι καλά που ήταν τότε που τους τεντιμπόηδες τους έστελναν για διακοπές στη Μακρόνησο!

  3. (από το Facebook)
    «Άρα αυτός ή ο οποιοσδήποτε κουκουλοφόρος (nickname, μούφα εικόνα) που το μου έσβησε τα posts προάγει σκοπιμότητες εκτός facebook, ή απλά είναι σκατοχούνταλο του ελέους στο μυαλό.»

Βλέπε και χουντόσκυλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(ουσ., προσβλητικό) Ο φοιτητής αυτός, που κυριότερο χαρακτηριστικό του είναι ότι ψηφίζει πλαίσια της ΔΑΠ στις συνελεύσεις της σχολής του.

Μπορεί να είναι είτε δηλωμένος Δαπίτης, είτε και καλά ανεξάρτητος και «έχω σιχαθεί τις παρατάξεις στο Πανεπιστήμιο». Έχει και καλά φιλελεύθερες απόψεις και υποστηρίζει πάνω από όλα την ομαλή λειτουργία του Πανεπιστημίου σε ανοικτές συζητήσεις. Ψηφίζει ΔΑΠ όχι γιατί πραγματικά τη στηρίζει, αλλά γιατί και καλά αυτό τον εξυπηρετεί σε (όλως τυχαίως) κάθε συγκυρία.

Γενικώς, είναι και καλά οτιδήποτε, και καλά κουλτουριάρης, και καλά φιλοσοφημένος, και καλά δραστήριος, και καλά μέσα σ' όλα τα προάγουν την πρόοδο της χώρας και της νεολαίας, αλλά όταν είναι μόνος του, ακούει κρυφά από τα ακουστικά του Νίκο Βέρτη και Χαρά Βέρα. Όταν η παρέα είναι ανάλογη, κυκλολοφορεί με γυαλί ηλίου Gucci, ροζ μπλουζάκι πόλο με σηκωμένο το γιακά και καρό βερμούδα και παραγγέλνει φρεντοτσίνο σε καφετέριες της παραλιακής. Είναι τότε που προβάλλεται το πραγματικό εγώ του, σαν λυκάνθρωπος κάτω από γεμάτο φεγγάρι.

Κρατάει στο χέρι του την τελευταία λέξη της τεχνολογίας στα κινητά, παίζει φανατικά τίτσου, συζητάει κατά 95 % με τους φίλους του για μπάλα ή για αμάξια, και το βράδυ του δεν είναι ποτέ ικανοποιητικό αν δεν έχει κλείσει μπουκάλι σε μπάρα σε γνωστό μαγαζί με νεολαία. Με λίγα λόγια, είναι το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον του Ελληνάρα.

Κοινή συζήτηση μεταξύ δύο δάπαρων:
- Φιλαράκι, πάμε σήμερα Κίσφις; Έχω κλείσει μπουκάλι βοτκίτσα, θα πω και σε δύο μωρά να έρθουνε, θα περάσουμε πολύ κυριλέ!
- Ναι ρε, γουστάρω! Πήρα κι ένα γαμάτο ροζ μπλουζάκι χθες 200 ευρώ, θα το φορέσω, ε;

Από την αντισυγκέντρωση της ΟΝΝΕΔ στην Κοραή για "Ανοικτά Πανεπιστήμια". (από Khan, 25/11/13)(από xalikoutis, 25/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified