- Ο πολύ μανιώδης καπνιστής, που καπνίζει είτε πολύ βαριά τσιγάρα, είτε πολύ άθλια τσιγάρα, είτε όποια μάρκα βρει χωρίς να τον νοιάζει,
- Για μερικούς, ο πολύ χασικλής,
- Γενικά, ο βρωμιάρης ή ο καμένος.
Got a better definition? Add it!
Ως καρκινιάρικες χαρακτηρίζονται οι τελευταίες τζούρες του μπάφου. Και αυτό διότι είναι καυτερές και ιδιαίτερα ανθυγιεινές και καταστροφικές για τον λαιμό και τα πνευμόνια. Δεν τις φοβούνται οι πεπειραμένοι μπαφόβιοι και τα χαρμάνια, οι οποίοι τις παίρνουνε αναλαμβάνουν να τελειώσουν το τσιγαριλίκι μέχρι και την τζιβάνα.
Συζήτηση μπαφοκατάστασης όπου κάποιος τα έχει παίξει:
- Ω ρε πούστη μου όλα γυρίζουν, δεν θέλω άλλο, θα ξεράσω! Σβήσ'το το γαμίδι!
- Καλά, καλά, χαλάρωσε και άσε τις καρκινιάρικες για μένα...
Δες ακόμη: καυτή, μπριζολάτη.
Got a better definition? Add it!
Η τελευταία τζούρα του γάρου, γνωστή και ως καυτή. Ονομάζεται έτσι, καθώς, κατά Χότζα, «επειδή το τσιγάρο έχει φτάσει στη τζιβάνα, μαζεύεται όλο το λάδι της καννάβεως στο τέλος και η ρουφηξιά είναι αναγκαστικά λαδερή, έχει δε οσμή και γεύση ψητού στα κάρβουνα (όταν είναι άλφα ποιότητα), γι' αυτό και η φούντα λέγεται και «ψητό» ή «ψητούρα».
Μόνο μια δυο μπριζολάτες έχουν μείνει...
Ακόμη: καρκινιάρικη.
Got a better definition? Add it!
Στην θάλασσα καθώς παίζουμε και γελάμε... πιάνουμε κάποιον φίλο μας από το κεφάλι και τον βουτάμε μέσα, καθώς αυτός βουλιάζει έχουμε την ευκαιρία να πατήσουμε και με τα πόδια μας πάνω του ώστε να τον κρατήσουμε πιο πολύ ώρα μέσα στο νερό μπας και πιει λίγο και κλάσουμε στα γέλια.
Τζούρα από μπάφο, όταν αυτός είναι στα τελευταία του.
- Θα κάτσεις να σου κάνω μια πατητή; Δεν είμαι βαρύς..
- Για μαλάκα ψάχνεις;
Δεν μου σκας καμιά πατητή από αυτόν τον μπάφο; Δεν την έχω ακούσει ρε φίλε.
βλ. και πατητή μάρκα
Got a better definition? Add it!