Από την παλιά καλή και ξένοιαστη εποχή της δραχμής, ο τσιγκούνης, φραγκοκίλερ, φραγκοφονιάς.

Πάλι μια μελιτζανοσαλάτα μόνο παράγγειλε στην ταβέρνα ο δραχμολάτρης και φυσικά μετά πλήρωσε ρεφενέ.

(από joe909, 04/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σπαγκοραμένος σλανγκιστής, που τσιγκουνεύεται στη βαθμολογία που δίνει σε άλλους χρήστες.

Τα καβούρια στους βαθμούς οφείλονται είτε σε γνήσια αυστηρότητα, είτε σε δολοπλόκες ενέργειες με στόχο τη μείωση των Μέσων Όρων στοχευμένων σλανγκιστών.

- Είδες πώς έθαψαν τον ορισμό του Σλάνγκμαν;
- Άσε, είναι πολλοί οι σλανγκοραμένοι εδώ μέσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο φειδωλό, που αρνείται να ξοδέψει χρήματα για να αποκτήσει κάτι, ακόμα κι αν αυτό είναι πολύ φτηνό. Δαπανά χρήματα μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και ποτέ δε χάνει την ευκαιρία να αποκτήσει κάτι όταν του προσφέρεται δωρεάν.

-Ρε Μιχάλη, γιατί να πάρεις αυτό το κοστούμι με 900 ευρώ, όταν έχουν αύτά τα 2 προσφορά και δίνουν και 1 δώρο μόνο με 30 ευρώ!
-Και τι είμαι εγώ ρε, τσικιρικιτζής σαν εσένα;;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified