Λειτουργεί, δουλεύει.
...
-Δηλαδή αν τρίψω αβοκάντο στις μασχάλες μου δεν θα ιδρώνουν;
-Ναι ρε! Το 'χω δοκιμάσει, πιάνει.
Λειτουργεί, δουλεύει.
...
-Δηλαδή αν τρίψω αβοκάντο στις μασχάλες μου δεν θα ιδρώνουν;
-Ναι ρε! Το 'χω δοκιμάσει, πιάνει.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
νικώ
σκοτώνω
ως συνθετικό πολλών εκφράσεων έχει διαφορετικές σημασίες. Βλ. παραδείγματα 4-9
Τους φάγαμε! 4-1 το σκορ!
Πήγανε να τον φάνε αλλά δεν τα κατάφεραν.
Χθες τον έφαγα και το 'φχαριστήθηκα. Τρεις μήνες είχα να γαμηθώ!
τρώω γκολ π.χ. Χθες η ομαδάρα σας έφαγε τρία και τα παίξατε ε;
τρώω τον πούλο
α. χάνω (σε παιχνίδι, κλπ)
Χθες η ομαδάρα σας έφαγε τον πούλο και τα παίξατε ε;
β. φεύγω (με διώχνουν)
-Είναι ακόμα αυτοί εκεί;
-Μπα, πήραν τον πούλο και άδειασε ο τόπος...
τρώω τον σκασμό = το βουλώνω
τρώω ξύλο, τις τρώω = με χτυπάνε, με δέρνουν
τρώω από το τρίτο το μακρύτερο = την παθαίνω, την πατάω
τρώγομαι
α. είμαι ανήσυχος, έχω αγωνία, π.χ.
Χθες η Έλλη τρωγόταν όλη μέρα, δεν ξέρω τι την έπιασε.
β. τσακώνομαι, π.χ.
Όλο το βράδυ δεν κοιμήθηκα. Οι από κάτω τρωγόντουσαν και δεν με άφησαν να κλείσω μάτι.
Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.
Got a better definition? Add it!
Ένα από τα αρχαιότερα ρήματα της ελληνικής γλώσσας (γαμέω-γαμώ). Αρχικά σήμαινε νυμφεύομαι και δεν ήταν «πρόστυχη» λέξη. Σταδιακά πήρε τη σημερινή σημασία κάνω σεξ. Το ρήμα όμως έχει πολλές σημασίες σήμερα, είτε στην ενεργητική ή στην παθητική του μορφή. Επίσης χρησιμοποείται και ως επίρρημα ή αποτελεί αφορμή για πάμπολλες υβριστικές ή μη εκφράσεις.
Ενεργητικό
1. κάνω σεξ
2. έχω μεγάλη επιτυχία
3. νικώ
Παθητικό
1. κουράζομαι, ταλαιπωριέμαι
2. είμαι απαράδεκτος
Επίρρημα:
γαμάω, γαμώ, είμαι γαμάω, είμαι γαμώ, συνήθως στην απρόσωπη μορφή) τέλεια, καταπληκτικά. Τα δύο τελευταία είναι και επίθετα, ανάλογα με τη χρήση.
Εκφράσεις:
βλ. τα παραδείγματα
Ενεργητικό
-Χαρούμενος ο Τέλης σήμερα...
-Εμ βέβαια, αφού επιτέλους γάμησε την Κατερίνα μετά από μήνες πολιορκίας!
Συνώνυμα: πηδάω, κανονίζω, καβαλάω, αυτώνω, απ' αυτώνω, ξεσκίζω (γαμώ με άγριο τρόπο), κουτουπώνω, κά.
- Καλά ε, αυτό το κούρεμα γαμάει! (Συνώνυμα: σκίζει, φυσάει)
- Ποιος νίκησε χθες στο σκραμπλ;
- Η Αλίκη. Όχι απλώς μας νίκησε, μας γάμησε!
(Συνώνυμα: σκίζω, ξεσκίζω)
Παθητικό
Επίρρημα:
- Το ξενοδοχείο όπου πήγαμε είναι πολύ γαμάω, μαλάκα μου. Είχε καταπληκτική θέα και μέσα στη μπανιέρα είχε υδρομασάζ.
- Και από τιμές;
- Γάμησέ τα! (βλ. παρακάτω)
Εκφράσεις:
Got a better definition? Add it!