Στα καλιαρντά σημαίνει αυνανίζομαι και εκσπερματίζω συνεπεία μοναχικού αυνανισμού, εκ του ιταλικού solo (= μόνος) και του φλόκια.

Βαβέλιασα βαθιά λατινικά και ετρούσκα για να γροικάει η τζασλή να κάμει σολοφλόκιασμα. (Μπουντουσουμού).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παίζω μπαρμπούτι, παίζω ζάρια στα καλιαρντά.

- Ἄντε μωρή, ξεκοῦνα νὰ πᾶς γιὰ τροτουάρ νὰ δοῦμε Θεοῦ πρόσωπο!
- Νάκα Ἀντρέα κατετζόρνα, βαρυέμαι! Θὰ ντὶκ κρυσταλλοσινοῦ... Ἂει κυβοκοκκαλιάσου νὰ ματσωθῇς, οὔφ...
- Ἴσα ρὲ σπαριλόμπεη (εἰρωνικά)! Ντὰπ, ντούπ (τὸν πλακώνει...). (Παράδειγμα Αἴαντος).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του σκατοποστάρω, από το αγγλικό shitposting, σημαίνει τη συστηματική ανάρτηση στο διαδίκτυο ποστ με σαχλό, ηλίθιο ή προκλητικό και τρολ περιεχόμενο, προκειμένου μεταξύ άλλων να προκληθούν αντιδράσεις, όπως χαβαλές ή και πολιτικά αποτελέσματα.

Σιτποστάρω ακούγοντας μπλίνκ και βλέποντας αμέρικαν πάι. (Φέισμπουκ).

Got a better definition? Add it!

Published

Ψευδοαρχαίος σλανγιωτατισμός που σημαίνει αυνανίζομαι.

Πεοταλαντώνει ενδοπαλαμικώς καθ' εκάστην ο μάλαξ.

Got a better definition? Add it!

Published

Αυνανίζομαι εκ του καλιαρντής προέλευσης φλοκάρω.

Σολοφλοκάρει όλη μέρα, τον έχει κάνει λάστιχο.

Got a better definition? Add it!

Published

Αυνανίζομαι (δες).

Χειρογλεντάει όλη μέρα ο γρόθος.

Got a better definition? Add it!

Published

Αυνανίζομαι. (Δες).

Έχει χειροτονωθεί και είναι έτοιμος να προχωρήσει.

Got a better definition? Add it!

Published

Αυνανίζομαι.

Πήρε θεματάκι από την παραλία και τον έχει αβγοκόψει.

Got a better definition? Add it!

Published

Στα καλιαρντά σημαίνει αυνανίζομαι, ως ένα εργόχειρο που το κάνει κανείς μοναχός του.

Βουέλει μουντζά και καλογεροκεντάει.

Got a better definition? Add it!

Published

Αυνανίζομαι. (Δες).

Φαλλομυζεί όλη μέρα, θα τυφλωθεί.

Got a better definition? Add it!

Published