Είδος ξυλουργικού εργαλείου για κόψιμο, πελέκημα και μεταφορικώς ο ανόητος, ο χαζός.
Ετυμολογία: σκεπάρνι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σκεπάρνιν / σκεπάριν < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σκεπάρνιον < αρχαία ελληνική σκέπαρνον.
Μη του δίνεις σημασία, ο τύπος είναι σκεπάρνι.