Ουσιαστικά πρόκειται για την έκφραση όλα τα λεφτά, ψηφιακά ρηλόντεντ από τους θαμώνες των φατσομπουκίωνε, των ινσανγκραμίωνε και των ασκεφεμιώνε.

Συνήθως συνοδεύει κιτσάτες, γλυκανάλατες, ή δακρύβρεχτες αναρτήσεις-τρασιές, τ. οκτάχρονο που τραγουδάει ξυπόλυτο το Summertime νενικώντας την Billie Holiday, ανάπηρο Τσιουάουα με αυτοσχέδια ροδάκια που γλιτώνει τα αφεντικά του (τυφλούς σιαμαίους διδύμους) από επίθεση ανακόντας, και ταλιμπάν.

Αναρτάται πρωτίστως από likeιστές, τόσο για τα υποβάλουν διαδικτυακά σπεκ σε αναρτήσεις τρίτων όσο και να ζητιανέψουν λάϊκ για τις δικές τους.

1.
- Πόσα Πειραιώτικα like για τον θρύλο;;;

2.
- ΠΟΣΑ LIKE ΓΙΑ ΑΥΤΑ ΤΑ ΥΠΕΧΟΧΑ ΜΑΤΙΑ

3.
- Πόσα like για το πιο ΘΕΤΙΚΟ αξεσουάρ του φετινού καλοκαιριού; #mynewshoes #amazing #luvthem…

4.
Χίλια Λάικ για σένα που ανέβασες αυτή την τραγουδάρα!!!!

5.
ααααααχ χίλια λάικ για την περιγραφή! τι καταπληκτικά που τα είπες!

6.
Χίλια λάικ που κλείσανε μέσα τους Χρυσαυγήτες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα σβαγκουροειδή πιπιναριά το κλίνουν πλέον το γιόλο κανονικά. Ωσεκτουτού λημματογραφούμε την σλανγκιά αυτή εν τη γενέσει της, στα σχολειά, τα ινσταγκράμια και στα ασκ.εφέμια.

Για να το κάνω πιο λιανά σε όσους γεννήθηκαν προ του 2000, γιολάρω σημαίνει προβαίνω σε κάθε λογής μαλακία, γιατί η ζωή είναι και καλά μικρή, και τις απαθανατίζω στο εξυπνόφωνο με ένα τσίου ή με μια σέλφικη ποζεριά, ποιούμενος πάντα την νήσσαν και με παρατεταμένα τον δείκτη και το μέσο δάχτυλο.

Βλ. το τελευταίο γιολάρισμα στην άσφαλτο γνωστού χιπχοπά (1ο μήδι).

1.
- Είδα τη λέξη «Σελφάρω».Έχω πάρει το λεξικό του Μπαμπινιώτη σκίζω μία μία τη σελίδα και τη μασάω.
- που να δείς και το «Γιολαρω». Όλη τη βιβλιοθήκη του Καποδιστριακού θα φας.

2.
- Θέλει αντοχές να ζεις χωρίς καταχρήσεις.. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι χάνεις το ωραίο κομμάτι αυτής της ζωής. Γιολάρουν.. και τέλος; έχουμε μία ζωή για να τα κάνουμε όλα πουτάνα...; ή μήπως για να τη ζήσουμε όσο καλύτερα γίνεται και να την αξιοποιήσουμε στο έπακρον.. Γιόλαρε το και άλλες πίπες. Ζήσε καλά.

3.
- «Δεν μπορώ τώρα, γιολάρω.» ~Barack Obama

4.
- γενικά γιολάρω τα σαββατοβραδα βλεποντας ταινιες

5.
- Τελικά ξεανγχωθηκα, δόξα τω θεω. Πέρα από το γεγονός ότι κατάλαβα ότι δεν έχω ξεχάσει τα πάντα όπως νόμιζα Razz συνειδητοποίησα ότι σήμερα είναι η τελευταία μέρα άγχους και από αύριο θα γιολαρω σα τις πουτάνες Laughing

6.
- ΓΙΟ ΓΙΟ ΚΑΤΣΑΡΙΔΑ ΜΕ ΜΑΓΙΟΟ ΠΟΥ ΓΙΟΛΑΡΕΙ ΣΑΝ ΤΡΕΛΟ ΓΙΟ ΓΙΟ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συγχαρητήρια, εις την ιντερνετικήν ελληνικήν.
Από το αγγλικούν congratulations.

  1. Κονγκρατς σε Minerva Superduty, Rita Mosss, One Leg Mary , Ruined Families και σε όποιον/α ασχολήθηκε με αυτό το λάιβ. diy γαμώ την τρέλα μου

  2. τι μουσικαρες παιζετε! κονγκρατς! Μου αρέσει!

  3. Κονγκρατς σε οσους δουλεψαμε γι αυτο, κονγκρατς και στον ρουκουνα τον σακαρακα που μας εκμεταλλευτηκε και εχει τωρα και καποια ποιοτικα

  4. Anonymous asked: Really like your blog and url!! Κονγκρατς μαι λάβ <3. ωωωω ευχαριστω πολυ

  5. κονγκρατς για την επιλογη σου να βαλεις ποιηση απο μορισον,παντα πιστευα οτι ειναι απο τους καλυτερους αμερικανους ποιητες,μαζι με τον σμοκεϊ

  6. Όπως και να έχει κονγκρατς στα παιδιά και απολαύστε… όλες τις πλευρές του μονόλεπτου πρόμο.

κι άλλα τόσα
κι άλλα τόσα
όλα διαδιχτυακά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απλό ρήμα, αποτελούμενο από το λολ / λωλ (αγγλ. lol, δηλ. laughing out loud) και την κατάληξη -άρω, και στη γλώσσα του διαδυκτίου σημαίνει γελάω.

Η χρήση του λολάρω (τουλάχιστον στον γραπτό ιντερνετικό λόγο) εκφράζει την κυριολεκτική κατάσταση γέλωτος, στην οποία βρέθηκε ο χρήστης αφού είδε ή διάβασε κάτι που θεωρεί αστείο, και διαφοροποιείται από το απλό λολ ή lol, που πλέον χρησιμοποιείται καταχρηστικά και σχεδόν μετά από κάθε πρόταση, χωρίς να δηλώνει απαραίτητα την διάθεση του χρήστη να γελάσει.

Όσον αφορά τον προφορικό λόγο, το λολάρω χρησιμοποιείται από τον ομιλητή όταν θέλει να δώσει έναν τόνο ειρωνείας στην απάντησή του προς το, όχι και τόσο πετυχημένο, αστείο του συνομιλητή του (π.χ. να λολάρω τώρα ή μετά;). Αντιθέτως το λολ ή lol σημαίνει ότι ο χρήστης γελάει από ευγένεια, χωρίς να συνοδεύεται απαραίτητα από ειρωνεία, δοκιμάζοντας, κατ' αυτόν τον τρόπο, την νοημοσύνη του συνομιλητή, αλλά και την δική του ευγένεια, με την προφανή δήλωση ότι είναι ευγενικός που δεν γελάει ακριβώς (αντ' αυτού λολάρει).

  1. Στο Highlander είναι ο McCloud με μια γκόμενα σε ρομαντικό δείπνο υπό το φως των κεριών, και κρατάνε από ένα ποτήρι μπράντυ στο χέρι. Σε κάποια φάση ρωτάει η γκόμενα: «Shall we have a toast;». Και μεταφράζει ο μάγκας στους υπότιτλους:«Θες ένα τοστ;» Λολάρω κάνα 5λεπτο λέμε.... (Από εδώ)

  2. αφασία ειναι τα ανεκδοτάκια ειδικά αν τα ακούς από προικισμένο αφηγητη …στο internet βεβαια χάνουν αρκετή από την γοητεία τους αλλά εγώ και έτσι λολάρω. (Από εδώ)

  3. λολολολολ! λολάρω, δεν μπορώ να κάνω κάτι άλλο, βλέπω απο τον μικρό μου αδερφό παιδιά... άστε βράστε είναι η εκπαίδευση πλέον... (Από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το γνωστό μας διαδικτυακό shoutbox ή φωνοδοχείο. Ο όρος προέρχεται από σύντμηση του shoutbox < box < βοχ, όταν το πληκτρολόι είναι γυρισμένο στα ΕΛ.

- Όχι άλλο ξεκατίνιασμα στο βοχ - θα διαγράφονται ποσταρίσματα. (μήνυμα διαχειριστικής ομάδας σε βοχ)

βλ. και βτς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified