Συνώνυμο νέας κοπής του παράγοντας Εδεσσαϊκού, σημαίνει δηλαδή αυτόν που μιλάει ακατανόητα, μπερδεμένα, χωρίς καλή σύνταξη και ειρμό στα λόγια του. Πιθανοί λόγοι: Είναι λιάρδα από ουσίες, και ομιλεί υπό την επήρεια της έκστασης από τη μέθη ή τη ντάγκλα. Δεν γνωρίζει επαρκώς την ελληνική γλώσσα και δεν έχει ευχέρεια στη χρήση της (όπως λ.χ. ο Υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος για τον οποίο χρησιμοποιείται κατ' εξοχήν η έκφραση στο Διαδίκτυο). Έχει εκ φύσεως μια ροπή προς το ντιριντάχτα, την εκφραστική εν γένει των Γάλλων φιλοσόφων, τη δημιουργική ασάφεια, το αποφατικό ζενεσεκουά, εν ολίγοις είναι ο τύπος που καταλήγει την ομιλία του με αατα, ενώ πριν έχει μιλήσει ως παράγοντας Εδεσσαϊκού, δηλαδή είναι κάποιος που εκ χαρακτήρος δυσκολεύεται να είναι σαφής.

Προφ η αναφορά είναι στο Google Translate, το οποίο αποτελεί μια μπανεύκολη λύση για να μεταφράσεις στα γρήγορα ένα ξενόγλωσσο κείμενο ή έστω να καταλάβεις μέσες άκρες τι εννοεί, πλην η μετάφραση γίνεται αυτοματικά και κατά λέξη με αποτέλεσμα να έχει συχνά πολύ κακή σύνταξη και να θυμίζει μάλλον ασυνάρτητους χρησμούς της Πυθίας που χρήζουν κατόπιν ερμηνείας λόγω της ασάφειάς τους. Σχετική αναφορά έχει γίνει και στο λήμμα γουγλομεταφραστής, όπου παραπέμπω για τα περαιτέρω.

Ινσέψιο: Να πω για τον γερμανό μεταφραστή ότι η έκφραση δεν είναι πολύ διαδεδομένη, αλλά νομίζω ότι είναι εκφραστική. Εξάλλου, στο σινάφι των μεταφραστών χρησιμοποιείται το μεταφράζει σαν Google Translate για να καυτηριάσει τον κακό μεταφραστή που μεταφράζει κατά λέξη χωρίς να προσέχει τη σύνταξη, με αποτέλεσμα οι μεταφράσεις του να μην βγάζουν ευρύτερο νόημα.

  1. Ήπια λίγο παραπάνω και τώρα μιλάω σαν την google translate.... (Εδώ).
  2. Ο Τσακαλωτος μιλαει σαν translate from Google. (Εδώ).
  3. Εγώ πάντως, γουστάρω Ευκλείδη με χίλια. Τι κι αν μιλάει σαν…google μετάφραση; Τι κι αν πηγαίνει στις συναντήσεις με τους συναδέλφους του φορώντας τσαλακωμένα σακάκια και πουκάμισα από τη βιοτεχνία «Βασταρούχας και υιοί, Άνω Λιόσια»; Τι κι αν τα παντελόνια του είναι γαριασμένα; Είδαμε και τον άλλο με το ένα νι, που τα έκανε…χωνί. Λες και πήγαινε εκδρομή για σκι στον Παρνασσό. Γελάκια, σακίδια, φιγούρα, παραμύθι και κόκκινες γραμμέςκόκκινες γραμμές μόνο στους… γιακάδες του πουκαμίσου. Τουλάχιστον, ο Ευκλείδης δεν κρύβεται πίσω από το δάχτυλό του, ούτε βεβαίως δείχνει το… μεσαίο στους Γερμανούς. Λέει τα πράγματα με το όνομά τους και είναι ειλικρινής, ενώ φαίνεται ότι έχει κερδίσει και τη συμπάθεια των Ευρωπαίων. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

αρτί, αρτάρω, ντιέμ(ι), (αν)φόλο, φαβ

Πολύ συνηθισμένη τουιτεράδικη αργκό, που ναι, και κατά την δική μου γνώμη, έχει μεγάλη σχέση με το σεκσ και το Fuckingham (βλέπε τα περισσότερα παραδείγματα).

  • Άρτι ή αρτί είναι η κοινοποίηση, το RT, δηλ. το retweet στο ελληνικό τουίτερ (μη το φοβάστε, δε δαγκώνει ;)). Και το ρήμα, αρτάρω.

    1. Μην χαίρεστε που σας κάνει αρτι βρε κορίτσια, αλλού πηδάει ΕΔΩ
    2. Ο καλός νέος φολλοερ ειναι ο αρτι αφιχθεις.
    3. Μη μου κανετε αρτι. Μου σηκώνεται.
    4. Αν τον έχεις παίξει κι εσύ με την Σία κάνε αρτί. #debate #skai_mounares
    5. Εφαγε τη ζωη του στα αρτια ΕΔΩ
    6. Να θες να αρτάρεις Αϊβαλιώτη και να σ' έχει μπλοκαρισμένο, αυτή η μάστιγα. ΕΔΩ
  • Ντιέμ και ντιέμι είναι το προσωπικό μήνυμα, το DM (από το “Direct Message”).

    1. Αναβει φωτακι: "ΩΧ ΕΧΩ ΠΕΣΗΜΑΤΙΚΟ ΝΤΙΕΜΙ", το ανοιγεις, σου λεει οτι εχεις γινει σουργελο καπου, σου δινει το http://mintopatiseis.com/mpravomalaka
    2. τον τζονυ λυπαμαι που κατεληξε να μιλαει με μενα αντι ν καυλαντιζει στα ντιεμια (εδω)
    3. ε όχι κ ντιέμι για ορθογραφικό λάθος δεν είμαι η μπαμπινιώτισσα η βάντα είμαι #kollhmenoi_or8ografoi
  • Φόλο και το αντίθετό του ανφόλο (απ' το follow και unfollow, αντίστοιχα): να ακολουθείς κάποιον και να σταματάς, πατώντας το αντίστοιχο κουμπάκι.
    Συνώνυμο του ανφόλο: κερνάω ανφρέντο

    1. Μερικοί το έχουν πάρει πολύ σοβαρά το twitter.. Σε λίγο θα τους κάνεις ανφολο και θα σου ζητάνε διατροφή ΕΔΩ
    2. Γμτ παλεύω συνέχεια με αυτά τα ωραία σας (αρτί, φόλο, ανφόλο, ιντεράξια, ντιέμ, τιέλ, τουιτάρει) Ωραίες λέξεις, αχαχαχαχαχαχ, αλαμπουρνέζικα ΕΔΩ
  • Φαβ (απ' το favorite) = να χαρακτηρίζεις αγαπημένο ένα τουί.
    Συνώνυμο: φαβορίτα.

    1. -Πόσο καιρό είστε μαζί;
      -Γύρω στα 10 φολο/ανφολο, 400 ντιεμ, 90 αρτί και 30 φαβ ΕΔΩ
    2. Γαμάτα περνάμε Σαββατο βραδυ εδώ μέσα, αρτια, φαβ, αμένσιοτα, ντιεμ, άκυρα σχόλια, κουοτ, .... τί βρίσκουν οι άλλοι οι μαλακες εξω;.. ε παιδιά; ΕΔΩ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συναδελφος προσεξε προσφατα(λιγες μερες πριν-μαη 2016), οτι και εγω, ενω ασχολουμαι με το web στην κυριολεξια απο τα γεννοφασκια του δηλ απο το 1990(με προγραμματισμο στο dos, γλωσσες basic,pascal,cobol κλπ) το ελεγα "τυπικα" "λαθος". Αναφωνησα λοιπον "ωωωωωωω ναι! εχεις δικιο". Μολις ομως αρχισα να συνειδητοποιω το πως ξεκινησε αυτο το "λαθος" Εμεις οι πρωτη ιντερνετογενια χρησιμοποιουσαμε για το ανεβασμα, κοινως upload της σελιδας τη λεξη κρεμασμα

Παράδειγμα εδώ Ποτε λες θα ειμαστε ετοιμοι να την κρεμασουμε; Σε χρονια φυσικα που ηθελε απιστευτη ποσοσοτητα δουλειας για να ανεβει κατι που σημερα φανταζει αστεια απλο.Το ανεβασμα το λεγαμε και "κρεμασμα". Οπως ανεβαζει πανια το πλοιο. λεζάντα εικόναςλεζάντα εικόνας Συνειρμικο ειναι το "λαθος" λοιπον. Αυτα για τους εξυπνακηδες που βιαζονται να κρινουν ανθρωπους απο μια λεξη προερχομενη απο μια τελειως νεα τον παγκοσμιο πολιτισμο εννοια σαν αυτη του internet, του παγκοσμιου ιστου δλδ οπως καποιοι γλωσσοπλαστες καθιερωσαν. Σαν εννοια και απο τη ματια των πρωτων-πρωτων Ελληνων και Ελληνιδων προγραμματιστων. Μια πολυ πολυ προσφατη γλωσσοπλασια ειναι οι λεξεις ιστοσελιδα και ιστοτοπος που καταφεραν να επικρατησουν πρωτα σαν ιδεα . Και μονο σαν απευθειας μεταφραση της λεξης net. Υποταγμενοι λοιπον στο μεγαλειο των δημιουργων του internet δωσαμε την τελειως κατ εμενα λεξη διαδικτυο σε κατι που απλα χρησιμοποιει την τεχνολογια του intranet μπορουσαμε να τις δουμε τις σελιδες και να τις ονομασουμε επισημα οπως πραγματικα ειναι δλδ ξεχωριστες αυτονομες οντοτητες μεσα στη θαλασσα της εικονικης πραγματικοτητας,

γλωσσικάinternet / τεχνολογίαεπαγγελματική αργκό

Got a better definition? Add it!

Published