Πράξεις και συνήθειες ελαφράς ηθικής και αμφίβολης αρρενωπότητας, που λαμβάνουν χώρα σε μια αντροπαρέα λόγω οικειότητας αμαυρίζοντας την εικόνα τους βάσει στερεότυπων. Οι αντρίλες καλύπτουν μια ευρεία γκάμα από πράξεις π.χ ''Μήτσο φέρε μια πετσέτα ρε στο μπάνιο, γιατί το ξέχασα'', το ελαφρύ μπατσάκι στο κωλί όταν γίνεται αλλαγή στο ματς, το μασάζ σε έναν πιασμένο φίλο... Λέγεται πως στα αρχαία γυμναστήρια ξεκίνησαν όλα, στην αρχαία Αθήνα...

- Ρε Φίλιππε βάλε μου λίγο αντιηλιακό εδώ στην πλάτη που δεν φτάνω...
- Ωχ άρχισαν οι αντρίλες πάλι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όχι αστεία για πούστηδες γενικά κι' αόριστα, ούτε και ύπουλα ή μοχθηρά αστεία, όπως ίσως θα προϊδέαζε το αργκοπρόθημα πουστο-, αλλά: είδος χαβαλέ σε αντροπαρέα στρέηδων που εκδηλώνεται με παιγνιώδη θηλυπρέπεια ή γενικότερα με προσβολή του ανδρισμού μελών της παρέας. Μ' άλλα λόγια, αντρίλες που γίνονται συνειδητά και για πλάκα.

Τα πουστοαστεία είναι συχνό μοτίβο στις αντροπαρέες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πρόκειται για κρυφοαδερφές –αν και θα μπορούσε κάποιος να εικάσει ότι όταν πρόκειται για το συχνότερο μοτίβο χαβαλέ στην παρέα, τότε η παρέα θα διαλυθεί αργά ή γρήγορα λόγω αναπάντεχης διείσδυσης πάνω σε κάποιο μεθύσι δίχως αύριο.

Συνήθως πάντως, τα πουστοαστεία, πέρ' απ' την απλή πλάκα, εξυπηρετούν βασικές ανάγκες, όπως (α) η ανάγκη εξοικείωσης με το άγνωστο που σκανδαλίζει (σε φάση, το μαύρο χιούμορ εξοικειώνει με το θάνατο), (β) η ανάγκη να ταπώσουμε τον φίλο που χθες έχυσε κώλο ενώ εμείς τη χαρτοπετσέτα (ώ ναί: είναι ανησυχητικά πολλοί αυτοί που τον παίζουν πάνω απ' τη χαρτοπετσέτα να περιμένει... η δικαιολογία: «ε τί ρε; να τα κάνω όλα μουνί;»...), (γ) η ανάγκη απλά να τσιγκλήσουμε και να έρθουμε στα χέρια με ένα φίλο χωρίς να υπάρχει κανένας σοβαρός λόγος έξω απ' τα τσαμπουκοντουζένια της ηλικίας. Τέτοιες ανάγκες.

Σε μεγαλύτερες ηλικίες που τέτοιες ανάγκες λίγο-πολύ εκλείπουν, τα πουστοαστεία είτε εκλείπουν κι' αυτά, ή γίνονται εισμνήμιν του παλιού καλού και ξέγνοιαστου καιρού.

Από την όποια εμπειρία μου, να πω ακόμη ότι τα πουστοαστεία δεν είναι βέβαια καθόλου ελληνική πατέντα. Μόνο η λέξη είναι, την οποία όμως και δεν βρίσκω πουθενά στο διαδίκτυο, και μπαίνω στον πειρασμό να το παίξω επαρχιώτης και να πω ότι πρόκειται για εντελώς δικό μου σαλονικιό νεολογισμό... Αλλά δυστυχώς, την κουβέντα την έχω ακούσει αρκετά ώστε να ξέρω ότι παίζει. Είναι άλλωστε κι' αυτή ευκολάκι.

- Έπ! Έλα ρε μαλάκα Μάκης, πού ησουν χθές, και σού 'χα φέρει και μωρά απ' τη σχολή και δέ μπορούσα να τα κουμαντάρω μόνος;
- Όχι ρε σύ! μαλακία... τσκ... Πέρασα απο Λάκη ρε, στο γραφείο, μάζεψε τους δικούς του, Τάκη, Σάκη, Πάκη, ξές, και θα παίζαμε Χόν μέχρι να πεθάνουμε, δίκτυο κι' έτσι έχει εκεί βασικά.
- Ε ωραία ρε, σκατοκυρίλα... Καλά ητανε;
- Ντάξ... όλα καλά βασικά, μέχρι που άρχισαν τα πουστοαστεία τους να πούμε, και όχι «όλο εγώ παω μπότομ ρε κορίτσια, πώς την έχετε δεί», και όχι «καλε αυτός ειναι ήδη λέβελ έξι, θα μας πισωκολλάει αόρατα», και όχι «άλλο πράμα πάντως να το παίζουμ' ο καθένας απ' το σπίτι κι' αλλο η λάιβ πεντούζα», και όχι «βάλε μας κι' ένα ward εκεί που δε βλέπει ο ήλιος» και –Α ΣΤΟ ΔΙΑΟΛΟ!... τους σιχάθηκε το μουνί μου να πούμε...
- Αχ πές μου κι' άλλα!...
- Θα σ' τα γρατζουνήσω αργότερα στη πλάτη, αγόρι...
- ...
- ...Και γιά πές, τα μωρά θα σκάσουνε και σήμερα;...
- Ε ναί, στάνταρ! Κάτσ' πάρω κανα τηλέφωνο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρέα από ομοφυλόφιλους, κατά το κουστωδία.

- Πλάκωσε ο Ψινάκης με όλη την πουστωδία!

Πουστωδία πολιτικών "επιλύει" το Κυπριακό (από Vrastaman, 08/07/08)Σκύψε, ευλογημένε! (από Vrastaman, 23/10/08)

βλ. και χριστιανοσλάνγκ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified