Αυτός που χτυπάει γκόμενες κατά συρροή, που αλλάζει τις γυναίκες σαν τα πουκάμισα, ο Καζανόβας, ο Δον Μήτσος Κιλώτης, ο Τζέμης Μποντ τ. fuck and let die, ο φαρμακοψώλης, ο σκοτώνω. Γενικά το τελικό συστατικό -φονιάς προσδίδει σεξιστικώς ένα είδος ανδρισμού, γιατί άντρας που δεν είναι γκαζοφονιάς, ρακοφονιάς, ή, γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε, και μπαζοφονιάς, δεν είναι άντρας. Σημειωτέον ότι στο -φονιάς μπορεί να υπάρχει και μια ελαφρά μειωτική χροιά, λ.χ. ο γκαζοφονιάς να είναι αυτός που πατάει γκάζι σαν ούγκανος εις βάρος της πχοιότητας της οδήγησης, έτσι κι ο γκομενοφονιάς μπορεί να είναι και -φονιάς ως σαβουρογάμης ό,τι κάτσει ή ως κάποιος που χάνει ευκαιρίες για πχοιοτικές σχέσεις μέσα στη φούρια του. Θα μπορούσαν να ειπωθούν πολλά ψυχανάλατα για τη σχέση σεξ και θανάτου, τόσο της ερωμένης, όσο και του ερώντος, αλλά προτιμώ να δώσω τον λόγο στα παραδείγματα.

  1. Ντανιέλος ο Γκομενοφονιάς. Επειδή σήμερα, εκεί που έψαχνα καμιά καλή φωτογραφία να σχολιάσω, με έπιασε μία απίστευτη πρεμούρα και σιχαμάρα με όλα τα πλαστικά βυζιά στον κόσμο της σόου βυζ (ο προσωπικός μου κρυπτονίτης), θέλω να δούμε ένα κλασικό αγόρι για να ευθυμήσουμε. [...] [Πιο χαμηλά]24. Ααααχ Όλγιες Κιρουλένκες που μας ματσαλάτε όλα τα καλά πουλιά... Στωναγμός. [...] Γιατί το πίνω το Μαρτίνι (Rosa Eske-me-nazy remix). Εις υγείαν και καλό σαββατοκύριακο. Labels: Daniel Craig, γκομενάκι, λιγούρες, ταινίες, φουσκοδεντριές. (Εδώ).
  2. Μόνο δύο εξαιρέσεις υπήρχαν. Η πρώτη ήταν ο Μιχάλης, γνωστός και σαν "Ραλίστας" ή "Αετονύχης" ή "Γκομενοφονιάς" ή "Ο ψηλός με τη Γιαμάχα" ή "Ε.Π.Μ.Κ.Α.Χ (Επίσημος Προμηθευτής μαύρου Και Άλλων χόρτων"), ο οποίος είχε πάρει απόφαση ότι δεν πρόκειται να γράψει πάνω από τρία και άρα δεν είχε κανένα άγχος. (Εδώ).

Ο Ντανιέλος ο Ουκρανιδοφονιάς του πρώτου παραδείγματος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λήμμα Μολούκος είναι ένα σύνθετο ουσιαστικό με ρίζες από τις λέξεις "Μαλάκας" και "Τζουτζούκος". Πλησιάζει σε έννοια το "μουνόδουλος" ΄ή το "αγαπούλης" με τη διαφορά ότι δίδεται έμφαση στην φαταλιστικά παθητική στάση του άρρενα και χρησιμοποιείται είτε περιπαικτικά ως αρνητικός χαρακτηρισμός προς τον φίλο "παθών" που τον παρασέρνει το αιδοίο ασυστόλως είτε από τη "Θήλυ" αφέντρα προς το θύμα άρρενα όπου τον έχει ως αρσενική αβοήθητη και καταδικασμένη τραβιόλα που θα υποκύπτει στις όποιες σεξουαλικές ορέξεις της χωρίς δυνατότητα διαφυγής.

Η συνήθης προφορά της λέξης από γυναίκα είναι κάπως περιπαικτικά ναζιάρικη με ιδιαίτερο κοφτό τονισμό στο "λούκ" όπου υψώνεται η ένταση της φωνής και ακολουθεί μια μικρή κοφτή παύση στο "κ" και ένα σύρσιμο του οοοοοο --> μο-λούκ |... οοοοοο. Άντρας προς άντρα η προφορά είναι μέσα από τα δόντια και με λιγότερο σύρσιμο + τσαντισμένο/απογοητευμένο ύφος.

- Άρρεν: Δήμητρα; Τι κάνεις γυμνή στο δωμάτιό μου;
- Θήλυ: Σκάσε μικρό αμπλαούμπλικο κοαλάκι!
- Άρρεν: Πως μιλάς έτσι μωρή;...πάω να φύγω!!!
- Θήλυ: Δεν πας πουθενά... Έχω γκάβλες... Έλα εδω μολούκο μου.

- Άσε Γιάννη πάλι είχα τραβήγματα στο σπίτι.... Με έχει κάνει κομμάτια.... αλλά την αγαπάω.
- Ρε μολούκο! Τι παπαριές είναι αυτές; Άκου λίγο Σταρόβα "Αυτό που θέλουν οι γυναίκες"...

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτό που θα λέγαμε ελληνιστί τσοντόφατσα. Χρησιμοποιείται κυρίως για άντρες, και εκτός από τη μακρυά μαλαπέρδα, είναι από τα βασικότερα προσόντα που πρέπει να έχει ένας πορνοστάρ αν θέλει να κάνει διαχρονική καριέρα στο χώρο.

Είναι η φάτσα που έχει κάτι το διεστραμμένο, το παρακμιακό αλλά και το διαχρονικό μαζί. Βέβαια τσόντα-face μπορεί να είναι και κάποιος που δεν είναι πορνοστάρ, αλλά «το 'χει», θα μπορούσε να είναι π.χ. Γεωργίτσης (ή μήπως έχει παίξει σε τσόντα αυτός;)

Νομίζω ότι τα μύδια θα βοηθήσουν στην κατανόηση του λήμματος, είναι τα απόλυτα τσόντα-faces, για όσους βλέπουνε καμιά τσοντούλα. Ειδικά της γενιάς μου (βλέπε νοικιασμένο VHS από το βιντεοκλαμπάδικο της γειτονιάς.)

(Μεταξύ αντροπαρέας που βλέπει τσόντα)

- Πάλι αυτός ο τύπος;
- Καλά σε πόσες τσόντες τον έχουμε πετύχει;;;;
- Απίστευτο τσόντα-face!!!!!!

Δες και -φατσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified