Εκτός από την ακρίδα και τον βήχα (ετυμολογία: αλβανικό karkalec + -ι < βουλγαρικό скакалец < скачам / skáčam (πηδώ) + -алец) είναι και η άτσαλη βουτιά σε θάλασσα ή πισίνα.
Ώπα, καρκαλέτσι!
Εκτός από την ακρίδα και τον βήχα (ετυμολογία: αλβανικό karkalec + -ι < βουλγαρικό скакалец < скачам / skáčam (πηδώ) + -алец) είναι και η άτσαλη βουτιά σε θάλασσα ή πισίνα.
Ώπα, καρκαλέτσι!
Got a better definition? Add it!
Συνώνυμο του βατέματος, δηλ. του ζευγαρώματος, μεταξύ αρσενικού και θηλυκού κατσικιού ή προβάτου. Από το ρήμα μαρκαλίζω ή μαρκαλάω, γνωστό και ως οχεύω. Κατά πάσα πιθανότητα αλβανικής προελεύσεως, από τις λέξεις merr («βατεύομαι») + kal(ë) («άλογο»).
- Μέτρησες τα πρόβατα;
- Όλα εντάξει, τα κριάρια είναι πίσω από τον λόφο και έχουν πλακώσει κάτι προβατίνες στο μάρκαλο.
Βλ. και μαρκαλεύω
Got a better definition? Add it!