Ο κοιλαράς εκ της αλβανικής λέξης baka = κοιλιά.

Κείνος που πρόκοψε πολύ ήταν ο Θανάσης ο νταλάκας ή μπακοκοίλης, - όλο κοιλιά ήτανε μικρός. (Όμηρος Πέλλας).

Got a better definition? Add it!

Published

Εκτός από την ακρίδα και τον βήχα (ετυμολογία: αλβανικό karkalec + -ι < βουλγαρικό скакалец < скачам / skáčam (πηδώ) +‎ -алец) είναι και η άτσαλη βουτιά σε θάλασσα ή πισίνα.

Ώπα, καρκαλέτσι!

Got a better definition? Add it!

Published

Η σημασία πασίγνωστη: «με το έτσι θέλω", αυθαιρέτως, «car tel est notre plaisir».

Και η προέλευση άγνωστη. Ίσως από την Αλβανική φράση astou due. Οπου astou = έτσι και due = χθές στα αρβανίτικα. (βλ. ΛΟΥΚΑΣ ΜΠΕΛΟΣ, ΑΛΒΑΝΙΚΑ - Ἤ ΑΙ ΤΡΕΙΣ ΖΩΣΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ, Εκδ. ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ ,2008, Σελ. 74, 82)

Το νόημα είναι «έτσι γίνονταν και χθες», έτσι συνηθίζεται και δεν συζητείται καμία μεταβολή. Είναι γνωστό ποσό οι λιγότερο ανεπτυγμένοι λαοί προσηλώνονται στις παραδόσεις.

ΑΝΑΛΟΓΑ
* γούστο μου (και καουμποηλίκι μου)
* γιατί έτσι μου γουστάρει.

...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το "μαχαιρώσω" με υποτιθέμενη αλβανική προφορά, για να αποδώσει ειρωνικά μια αίσθηση ψευτομαφιόζου και μαχαιροβγάλτη.

Συνήθως λέγεται ή γράφεται με κάποιου είδους γραμματικό λάθος ή συντακτική ανωμαλία για να δείξει, καθ' υπερβολή, το ξενικό στυλ: είτε εννοείται σε χρόνο μέλλοντα χωρίς το "θα", είτε γράφεται με "-ε-" αντί για "-αι-", είτε συνοδεύεται από αφύσικη σύνταξη υποκειμένου-αντικειμένου.

Αυτός που το λέει δεν εννοεί στα σοβαρά τον κίνδυνο που αντιμετωπίζει από κάποιον ή με τον οποίο απειλεί τους άλλους. Αλλά μπορεί και, παρ' όλο που αναγνωρίζει τον κίνδυνο, να πιστεύει ότι το άτομο που τον απειλεί είναι θρασύδειλο και αρκεί να του σταθεί κανείς στα ίσα για να οπισθοχωρήσει.

Ίσως προέρχεται από αυτήν τη φάρσα, ίσως είναι παλαιότερο.

  1. Από εδώ:
    Ο Σαμαράς εσύ α, έκει παρέα και στο Σκιπρία ρε αα..εκεί κολλάς αα;; Σε μακαιρώσω..

  2. Από εδώ:
    αυτό είναι το μαγκιά σου α;;;;;σε μακερώσω!

  3. Από εδώ:
    - Ta se spaso ta dontia Re katalavns ? E?
    - ta se makerwsw gkw a lalato

  4. Από το διαδίκτυο:
    ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ ΣΕ ΜΑΚΑΙΡΩΣΩ ΕΓΩ ΕΣΕΝΑ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άκλιτο ουδέτερο (το καμός, του καμός κτλ). Σημαίνει και προέρχεται από παραφθορά του "ο χαμός". Αιτία της πλατιάς χρήσης της λέξης είναι το τραγούδι του μεγάλου Αλβανού ράπερ Ρόνο "Ποιος το κάνει το καμός", το οποίο και πέρασε τη λέξη στη λαϊκή κουλτούρα.

1) Σήμερα θα βγούμε με τα αλάνια για μπαρότσαρκα. Θα γίνει το καμός!
2) Έτσι και σε ξαναδώ να κλέβεις απ΄το πιάτο μου θα γίνει το καμός!
3) Θα παώ στο ΙΚΑ και αν πάλι δεν μου δεχθούν την αίτηση θα κάνω ένα καμός που θα τρέχουν να κρυφτούν

Σημειώνεται ότι συχνά η λέξη συνοδεύευται απο τη φράση "ποιος το κάνει το καμός"

1) Ποιός το κάνει το καμός; Ο Βαρουφάκης! (από εδώ)
2) Πήγα στις απόκριες ντυμένος Μπιν Λάντεν και όλοι έπαθαν! Ποιος το κάνει το καμός!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ των φοιτητής και της γαμοσλανγκοτέτοιας (ετικετοποιήσιμης;) κατάληξης -(α)μπουρας, που ο σύσσλανγκος εδώ ετυμολογεί από το berrü = άντρας στα αλβανικά (ας επιβεβαιώσουν ή διαψεύσουν οι επαΐοντες).

Ο φοιτητάμπουρας, επομένως, είναι ο φοιτητής που είναι αλητάμπουρας, κοπριτάμπουρας, αρχιδάμπουρας, ενίοτε χλιδάμπουρας όταν πηγαίνει σε πάρτι της ΔΑΠ, είναι μέλος των συλλόγων Σ.Κα.Πα.Π. και Σπα.Πα.Πε., δεν είναι επιμελής, αναλώνεται είτε σε παρτάκια με επίπεδο-ΔΑΠεδο είτε στην αριστεροχαρά της ένταξης σε πολιτικές νεολέρες, όπου μπορεί να διαπρέψει και ως σταλινογαμπρός και γενικώς ευχαριστιέται τα νιάτα του ή και τα άντα του αν είναι απαταιώνιος φοιτητής.

  1. Άει μωρή τσουτσού που θες και χαρτομάντιλα, κάτσε διάβασε.... μια ζωη φοιτητάμπουρας. (Εδώ).
  2. Στην εξεταστική οι φοιτητές διαβάζουν.Εγώ ως φοιτητάμπουρας βλέπω Daria. Άντε και καλό σεπτέμβρη. (Εδώ).
  3. Πάει τώρα ο μπάι κιούριους φοιτητάμπουρας με φάτσα κυπρίου κεμπαμπτζή και κακάδι στο μούσι (ομάζ αυτό, ξέρει ποιος) να κάμει τον καμπόσο σε ποιόν; Στον Βόλφγκανγκ τον Σόιμπλε. Έλα μουνί στον τόπο σου. (Εδώ).
  4. Συριζαίος άεργος φοιτητάμπουρας: με τα capital controls επιτέλους υποφέρει ο Βαρδινογιάννης όπως υπέφερε ο λαός τόσα χρόνια. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του βατέματος, δηλ. του ζευγαρώματος, μεταξύ αρσενικού και θηλυκού κατσικιού ή προβάτου. Από το ρήμα μαρκαλίζω ή μαρκαλάω, γνωστό και ως οχεύω. Κατά πάσα πιθανότητα αλβανικής προελεύσεως, από τις λέξεις merr («βατεύομαι») + kal(ë) («άλογο»).

- Μέτρησες τα πρόβατα;
- Όλα εντάξει, τα κριάρια είναι πίσω από τον λόφο και έχουν πλακώσει κάτι προβατίνες στο μάρκαλο.

(από krepsinis, 06/09/08)(από krepsinis, 06/09/08)

Βλ. και μαρκαλεύω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified